Βέβαια υπάρχουν πολλές ζώσες ελληνικές κεφαλές που θα μπορούσαν να συνταιριαστούν με την καμπύλη του λαιμού του ακέφαλου κορμού,
το καταλαβαίνει όμως κανείς πως είναι από άλλου παπά ευαγγέλιο, πως έχουν άλλη ψυχή, άλλη ηθική, άλλη φιλοσοφία ζωής και δεν μπορούν να εκφράσουν το αμίλητο, δωρικό, λιτό πνεύμα του λαϊκού σώματος.
Τις βάζεις πάνω του και φαίνονται αφύσικες από τον ξιπασμό, την μανία επίδειξης που έχουν, τον χειμαρρώδη λόγο τους που πνίγει την λογική και την αλήθεια. Βλέπεις το βλέμμα τους και τρομάζεις γιατί δεν διακρίνεις μέσα τους το αντιφέγγισμα του καθάριου αττικού ουρανού, μα μια ομίχλη απροσδιόριστων προθέσεων, ή το λαμπύρισμα της πονηρίας που το νιώθεις από ένστικτο πως κάτι σου κρύβει.
Ακούς τα λόγια τους που δεν έχουν καμιά συνέπεια και θαυμάζεις την ελευθερία τους να μην πορεύονται προς κάποια κατεύθυνση, μα να αφήνονται σαν τα αερόστατα στον άνεμο, να τους πάει οπουδήποτε, απολαμβάνοντας αφ’ υψηλού την θέα του υποκείμενου τοπίου της εξουσίας, ή του λαού που σκαλίζει τα σκουπίδια, και παίζει με τις φωτιές και τους αστυνόμους.
Ακέφαλος ο Ελληνισμός λοιπόν, γιατί όλοι αυτοί που συναποτελούσαν το κεφάλι του, απεμπόλησαν την ιστορική τους μνήμη, τις παραδόσεις τους, την γλώσσα τους, την πίστη τους και την σοφία των προγόνων τους και εκμοντερνίσθηκαν. Πρώτα λοιπόν ντύθηκαν φράγκικα, μετά μίλησαν φράγκικα, σπούδασαν στην Φραγκιά, θαύμασαν την Φραγκιά και τέλος άρχισαν και να σκέπτονται φράγκικα και μόνο φράγκικα. Έτσι συνήθισαν να προσκυνούν τους ξένους και να βλέπουν αφ’ υψηλού τους συμπατριώτες τους. Κι’ είχαν και την ευκαιρία με τα συνεχή σούρτα φέρτα της Ενωμένης Ευρώπης να εξασκούν διαρκώς την ξένη σκέψη τους και τις ξένες γλώσσες τους και να βασανίζουν αντίθετα τις μητρικές τους λέξεις σαν τις βάζαν ξανά στο στόμα τους όταν γύριζαν στην μικρή τους πατρίδα και τις στρέβλωναν, άλλα να λένε και άλλα να εννοούνε, που άλλα να υπόσχονται και άλλα να πράττουν, άλλοι να τους ψηφίζουνε και άλλους να υπηρετούνε, με το αζημίωτο βέβαια.
Έτσι ευτελίσθηκαν λέξεις σαν την ελευθερία, την δημοκρατία, την αλήθεια. Έτσι το πλαστό εξετόπισε το γνήσιο και χάσαν οι ιδέες την ουσία τους, οι νόμοι το πνεύμα τους και οι άρχοντες την ψυχή τους..
Έτσι απώλεσε ο Έλληνας την συλλογική του ταυτότητα κι’ έμαθε να αρκείται στην ατομική του μόνο και να μην δεσμεύεται από την ιστορία του, να μην διακρίνεται από την αρετή του, μα από τον πλούτο του, να μην μεγαλύνεται, μα να συμβιβάζεται, να ζαρώνει, να τρυπώνει, να βολεύεται, να ανέχεται την ανομία, να κλείνει τα μάτια στο άδικο, να καταπίνει την λογική και την συνείδησή του, να συμπορεύεται με την διαπλοκή και την διαφθορά και να χρησιμοποιεί το αξίωμά του για να χρηματίζεται, προδίδοντας αυτούς που του το εμπιστεύθηκαν.
Έτσι ξύπνησε μια μέρα ο Ελληνισμός και πάλι σκλάβος, χωρίς να έχει νικηθεί σε κάποιο πόλεμο, νιώθοντας όμως πως η κεφαλή του δεν του ανήκει άλλο, καθώς δεν προνοεί πλέον γι’ αυτόν, μα για τους ξένους που της πήραν τα μυαλά. Κι’ είναι στην μοίρα αυτού του λαού, την ψυχή του να μην την βρίσκεις παρά στα πόδια του και τις ρίζες του στη γή, κι αν παίρνει την κεφαλή του σα καπέλο κάθε τόσο ο αγέρας, πάλι χάρη στη μαγιά του τη μαγική να πετάει νέο κεφάλι το σώμα του, το γυμνασμένο, που’ χει την ηθική του δουλευτάρη, του νοικοκύρη, που τον εξαγνίζει ο ιδρώτας του μόχθου του.
Ακέφαλος ο Ελληνισμός λοιπόν αφ’ ότου το κεφάλι του σταμάτησε να συμπάσχει με το σώμα του κι’ απ’ τις πολλές διαβουλεύσεις με τους εταίρους, κόλλησε σαν σιαμαίο στα δικά τους, μπερδεύθηκε στον ιστό των συμφερόντων τους κι’ έγινε εργαλείο τους. Σα ρομποτάκι έτσι κατάντησε να πορεύεται αυτός που γέννησε την δημοκρατία, για να μιλά κάθε κύτταρό του, για να ακούγονται οι άνθρωποι της εργασίας, οι σκαπανείς, οι γεωργοί, οι ναυτικοί και οι ψαράδες, μα και η ποίηση της καρδιάς του, οι βουτηχτές της ψυχής του, οι ποιητές και υμνωδοί του.
Τώρα η δημοκρατία του εκδίδεται στον κάθε ισχυρό κι αφού για καιρό συνήθισε στην υποκρισία των Φαρισαίων λειτουργών της, στην ξύλινη γλώσσα, στην διγλωσσία και στην σχιζοφρένεια, στην πολιτική λάσπη, στην συκοφαντία, στην πληρωμένη παραπληροφόρηση, στην σκανδαλολογία, στα χρυσωμένα κι’ εξαγορασμένα από τους τραπεζίτες κόμματα των επαγγελματιών της πολιτικής, πέταξε επιτέλους τις μάσκες κι’ έγινε ωμή ξένη κατοχή, ψευτοειρηνική προς το παρόν, χωρίς ακόμη τεθωρακισμένα στους δρόμους, μόνο με την απειλή της πτώχευσης και τα ματ με τα δακρυγόνα τους, τα καπνογόνα τους και τους κουκουλοφόρους τους, καθώς κάθε αστυνομικός χρειάζεται τον δαιμονικό του αντίπαλο, όπως κάθε πολιτικός χρειάζεται πλέον τον Γερμανό επίτροπό του.
Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα. Τώρα το λαϊκό σώμα αφυπνίζεται και κατανοεί πως ήταν λάθος του που αφέθηκε στην κατεστημένη κεφαλή του, που δεν της επέβαλε την ηθική του μόχθου του, που δεν της ζήτησε να σκύψει πάνω του με έργα αντί με λόγια, που δεν απαίτησε απ’ αυτήν εγκαίρως το καλό παράδειγμα, να διψάσει σαν τον Μεγαλέξανδρο μαζί του, να ταπεινωθεί σαν τους Αγίους του, να θυσιασθεί σαν τους ήρωές του και τα παλικάρια του.
Και την άφησε να του πουλάει την εύνοιά της, μια στον ένα, μια στον άλλο, να βάζει το ένα του χέρι να αντιμάχεται το άλλο, να μιλάει για αφηρημένες ιδέες μακράν της πραγματικότητος, για ισότητες των λαών και των εθνών, όταν η καθημερινότητα της ζωής του υποτασσόταν στο χρήμα του ισχυροτέρου, στην ηθική της διαπλοκής και στην σκοπιμότητα του κομματικού ψεύδους.
Ναός του εμπορίου λοιπόν κατήντησε σαν τον ναό του Θεού στην Ιερουσαλήμ και ο ναός της Δημοκρατίας, ώσπου ήρθε η στιγμή μέσα απ΄ αυτόν να ανοίξει η κερκόπορτα της προδοσίας. Και ήταν λάθος τελικά του Ελληνισμού, που εμπιστεύθηκε το κεφάλι του στο στόμα του Ευρωπαϊκού λέοντα.
Ήταν λάθος του που άφησε τον πατριωτισμό του να τον ξεθωριάσει η καθημερινότητα της πολιτικής και κοινωνικής του ζωής, που διαιρούσε έντεχνα τους Έλληνες σε δεξιούς και αριστερούς, σε νεοδημοκράτες και πασόκους, ώσπου να τους ξεπουλήσει όλους μαζί αδελφωμένους στην ανάδελφο κοινοπραξία των ξένων δανειστών.
Τώρα αναζητείται ο Έλλην Μωϋσής που θα οδηγήσει τον ακέφαλο Ελληνισμό έξω από την Αίγυπτο, στην αβεβαιότητα της ερήμου, όπου όμως θα έχει επιτέλους την ελευθερία του κι’ όπου ο Θεός που τον είχαν όλοι ξεχάσει, μα αντιπροσωπεύει πέρα από την κινητογόνο του σύμπαντος πνοή και λογική, την ανθρώπινη συλλογικότητα, θα τους υπενθυμίσει τις πάγιες απαράγραπτες εντολές του.
Εκεί θα ξαναθυμίσει ο Μωϋσής στους Έλληνες πως το «ου φονεύσεις» δεν κολάζει, σύμφωνα και με τον συμπληρωματικό λόγο του Ιησού, την ενεργητική μόνο δολοφονία, μα και την παθητική, εκείνου που στερεί τον άλλο από την εργασία του, την αμοιβή του, το ψωμί του, την αξιοπρέπειά του και τον οδηγεί στην αυτοκτονία, ή στην εξαθλίωση και στον αργό θάνατο.
Κι’ ότι έναν άνθρωπο δεν χρειάζεται να τον σκοτώσεις με μαχαίρι μόνο για να πεθάνει, αλλά μπορεί εξ’ ίσου καλά και αναίμακτα να τον σκοτώσεις με ένα νόμο, με μια άδικη απόλυση, με μια ανθρωποκτόνα πολιτική, μα και με την απληστία ακόμα, τόσο την προσωπική, όσο και την γενικευμένη, όταν αυτή γίνεται τρόπος ζωής και κατ’ επέκταση μεγαλοαστική πολιτειακή φιλοσοφία, που παίζει με τους αριθμούς και τους νόμους, απαξιώνοντας μέσω απρόσωπων μηχανισμών το πρόσωπο του ανθρώπου και του Θεού ταυτόχρονα.
Ο Θεός δεν βάζει ποτέ όμως, όπως οι εξουσιαστές τους ανθρώπους σε ένα τσουβάλι, δεν θυσιάζει τους μισούς για να ζήσουν οι άλλοι μισοί και σύμφωνα με τον Χριστιανικό λόγο οι θεωρίες δεν δικαιούνται να αφίστανται από την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς ο Χριστιανός αποδεικνύεται καθημερινά με τις πράξεις και τα έργα του και δεν κρύβεται πίσω από τις διακηρύξεις του, ή και τα ιερατικά του άμφια ακόμη.
Ο Θεός των Χριστιανών απαιτεί την έμπρακτη εφαρμογή του λόγου του από τον κάθε πολίτη, για να αναπτυχθεί αυτή ακριβώς η κοινωνική δυναμική που κάνει τον Θεό πράξη από αφηρημένη ιδέα.
Γι’ αυτό και η πράξη του Χριστιανισμού ήρθε από την πρώτη στιγμή σε ρήξη με την εξουσία και δεν συμφιλιώθηκε μαζί της παρά όταν η εξουσία προσωρινά, ή επιφανειακά έστω εκχριστιανίσθηκε.
Στις μέρες μας η εξουσία δεν είναι μόνο άθεη, μα απαρνείται έμπρακτα την Χριστιανική κοινωνική αλληλεγγύη και η αριστερά, από τότε που συγχρωτίσθηκε κι’ αυτή με την εξουσία, έμαθε να περιορίζεται στις οικονομικές της θεωρίες και να αποφεύγει την πρόκληση της προσωπικής αυτοθυσίας και υπέρβασης και την αυτόβουλη, έμπρακτη Χριστιανική λιτότητα και ασκητική, Εκφράζονται συχνά μάλιστα πολλοί αριστεροί απαξιωτικά για την Χριστιανική αλληλεγγύη, ταυτίζοντάς την με την παρηγορητική ελεημοσύνη του ισχυρού προς τον αδύναμο, που δεν εξαλείφει τις κοινωνικές ανισότητες, ενώ αυτοί ευαγγελίζονται την αλλαγή του κεντρικού εξουσιαστικού νου της πολιτείας και όχι μόνο την εξάλειψη, μα την πρόληψη των κοινωνικών ανισοτήτων. Παραγνωρίζουν όμως πως η εξουσία και οι άνθρωποι αποτελούν συγκοινωνούντα πνευματικά δοχεία και πως η προσπάθεια να αλλάξεις τον κεντρικό κατευθυντικό νού της εξουσίας, απαιτεί να προσπαθείς ταυτόχρονα να αλλάξεις λίγο το λίγο και την ψυχολογία και την φιλοσοφία ζωής των ανθρώπων.
Ακριβώς όπως στην δημοκρατία προσπαθείς λίγο το λίγο να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των πολιτών για να κατακτήσεις την εξουσία. Το αρχαιοελληνικό «συν Αθηνά και χείρα κίνει» περνάει έτσι στη Χριστιανική ηθική. Ο Χριστιανισμός δίνοντας τόσο πολύ βάρος στην προσωπική συνείδηση και υπευθυνότητα του ανθρώπου, αποδεικνύει πως διέπεται από μια βαθύτατα δημοκρατική θεώρηση του συλλογικού, και προβάλλει μάλιστα την υπεροχή της ταπεινότητος του συλλογικά λειτουργούντος ανθρώπου έναντι της αλλαζονείας του προικισμένου από την φύση με ικανότητες ατομικιστή κι’ από τον ξιπασμό της γνώσης ή και της σοφίας του ακόμη.
Βέβαια στο πέρασμα των αιώνων ξεθύμανε η κοινωνική δυναμική του Χριστιανισμού και περιορίσθηκε στον επαγγελματικό σχεδόν φιλανθρωπισμό ενός εξουσιαστικού ιερατείου και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων του.
Ενάντια στην απληστία του υλισμού λοιπόν πρέπει να μάθουν να ασκούνται οι ανθρωπιστές, που να σταματήσουν να διακρίνονται βάσει του πολιτειακού τους οράματος σε δεξιούς και αριστερούς, ή σε Χριστιανούς και άθεους, μα και οι επίδοξοι πολιτικοί που θέλουν να υπηρετήσουν το κοινωνικό σύνολο και όχι να το κατακλέψουν.
Έτσι αποκτά διά των πράξεών του ανθρωπιστική αγωγή ο πολίτης και πολιτειακή και εθνική ταυτοχρόνως συνείδηση και έτσι διά της κοινωνικής αλληλεγγύης και του κοινωνικού εθελοντισμού σφυρηλατείται η επαγγελματική του και η εξουσιαστική του υπευθυνότητα, αν κάποτε λάβει κρατικό αξίωμα.
Είναι αντιφατικό να είσαι οπαδός της κοινωνικής αλλαγής και του κράτους κοινωνικής πρόνοιας και να μην είσαι κοινωνικός μπροστάρης μαχητής, μα να περιμένεις παθητικά, σα γνήσιος μοιρολάτρης το θαύμα μιας εκ των άνω αναμόρφωσης του κράτους, ή εκείνο της επαναστατικής του έστω αλώσεως.
Κι’ ούτε η δυναμική της κοινωνικής αλλαγής εκτονώνεται από την όποια προσωρινή ανακούφιση των δυσπραγούντων, εκτός κι αν κάποιος νομίζει πως η επανάσταση άρχισε ήδη και αυτός αναλώνεται σε φιλανθρωπίες. Εάν τα κομμουνιστικά κόμματα δεν πίστευαν τόσο στον συγκεντρωτισμό της κρατικής εξουσίας και της κομματικής τους κατ’ επέκταση, εάν εμπιστεύονταν περισσότερο την δημοκρατία και τον πολίτη, θα φρόντιζαν περισσότερο από την πολιτική προπαγάνδα και την κομματική πνευματική και ιδεολογική πειθαρχία των οπαδών τους, την κοινωνική και ηθική ευαισθητοποίησή τους..
Εάν ο κομμουνισμός είχε την κοινωνική ηθική του Χριστιανισμού, θα είχε ροκανίσει τα θεμέλια του καπιταλισμού, όπως ο Χριστιανισμός ροκάνισε στην αρχαιότητα τα εξουσιαστικά θεμέλια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ίσως βέβαια να φταίει η υλιστική φιλοσοφική θεώρησή του, που δεν μπορεί να εμπνεύσει, μα ούτε και διανοείται να προτρέψει τους οπαδούς του προς μια υπερβατική του ατομικού τους συμφέροντος αλτρουϊστική συμπεριφορά.
Εάν οι «προοδευτικοί», ή «δημοκρατικοί» λεγόμενοι πολίτες διεπνέοντο από την Χριστιανική ταπεινότητα και αφιλοκέρδεια, και είχαν συμπήξει την μαχητική τους φάλαγγα και τον μπετόν αρμέ συμπαγή κοινωνικό τους πυρήνα, κατά το πρότυπο των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων, δεν θα είχε τόσα διάκενα η συλλογική εθνική και κοινωνική μας συνείδηση σήμερα και δεν θα είμασταν τόσο μπερδεμένοι σήμερα, να μην ξέρουμε αν ο γείτονας της διπλανής πόρτας είναι ο εχθρός της διπλανής πόρτας.
O νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός λοιπόν δεν έγινε τόσο απάνθρωπος επειδή κατέστη, παγκόσμιος, υπερπλανητικός και μόνο, μα και επειδή εμείς του επιτρέψαμε μέσα απ’ τον καταναλωτισμό και την υλιστική θεώρηση της ζωής μας, να αλλοιώσει την ψυχή και το πνεύμα μας.
Γι’ αυτό και του’ ναι τόσο εύκολο να εξαγοράζει τους πολιτικούς μας.
Γι’ αυτό και δέχονται να ανταλλάξουν για χάριν του ισχυρού Ευρώ τόσοι πολλοί Έλληνες την εθνική και δημοκρατική τους κυριαρχία και αξιοπρέπεια.
O νεοφιλελευθερισμός είναι το τέρας που εκκολάφθηκε στην πνευματική μοναξιά του ατομικισμού και της αδιαφορίας μας για τον άλλον.
Δεν αρκεί λοιπόν να αλλάξει μόνο ο κεντρικός νούς της κοινωνίας. Χρειάζεται να αλλάξουμε και εμείς που τον εκθρέψαμε. Αλλιώς θα κουβαλούμε τους σπόρους του μαζί μας, ακόμη κι’ όταν τον πολεμούμε.
Επιστροφή λοιπόν στις Χριστιανικές του ηθικές καταβολές χρειάζεται ο Ελληνισμός για να φιλοτιμήσει την αφιλότιμον πολιτειακή και κοινωνική του ελίτ και απόσυρση σε κάποια έρημο, μακράν της Αιγύπτου, ή και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακόμη, αν χρειασθεί, για να αυτοσυγκεντρωθεί και να ξαναβρεί τον εαυτό του, την ψυχή του και τον πλησίον του.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις