Το βέβαιο είναι ότι το «πάνω χέρι» στη
συντονισμένη δυτική στάση μοιάζει να έχουν οι πλέον ρωσοφοβικοί και υποκειμενικοί επί του θέματος κύκλοι, όπως η Πολωνία και οι πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες της Βαλτικής.
Οι δε Βρυξέλλες, δείχνουν καταδικασμένες να συνεχίσουν τις προσπάθειες, να βαφτίζουν το «άσπρο» «μαύρο» και να βρίσκουν δικαιολογίες για την εντυπωσιακά επιφανειακή – από νομική και πολιτική άποψη – προσέγγιση της βίαιης κατάληψης της εξουσίας στο Κίεβο και των αναπόφευκτων συνεπειών της.
Ακατανόητο γιατί πρέπει σώνει και καλά η ευρωπαϊκή διπλωματία να στηρίζει τυφλά μια αμφιλεγόμενη ομάδα πολιτικών, που αυτοανακηρύχθηκε ηγεσία της Ουκρανίας, περιλαμβάνοντας ακραίους εθνικιστές, φιλικούς προς τους νεοναζί του «Δεξιού Τομέα», οι οποίοι αλωνίζουν ως ομάδες κρούσης και «επιβολής της τάξης» στα νότια και τα ανατολικά της χώρας, όπου αντιδρούν σφοδρά οι απειλούμενοι ρωσικοί πληθυσμοί. Σε σύμβολο της νέας ηγεσίας αναδεικνύεται η τραβηγμένη γραβάτα στο λαιμό του κάθε ανεπιθύμητου αξιωματούχου από ενόπλους ή τραμπούκους, που εισβάλλουν σε γραφεία εισαγγελέων και τώρα και τηλεοπτικών σταθμών, ζητώντας να επιβάλουν την μία και μόνη άποψη «του δρόμου», δηλαδή τη δική τους.
Παρά τις προσπάθειες του Β.Πούτιν και της ρωσικής διπλωματίας να προσφέρουν τις απαραίτητες διεξόδους «διάσωσης προσώπου», η δυτική διπλωματία επιμένει στο υποκριτικό τσίρκο, που εξαρχής υπερασπίζεται και απέχει πολύ από την πικρή πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή το Κρεμλίνο αναδεικνύει όλο και περισσότερα διπλωματικά επιχειρήματα, που συντρίβουν το στημένο σκηνικό της δήθεν «δημοκρατικής» εξέγερσης και αποκαλύπτουν βαθύτερους αντιρωσικούς σχεδιασμούς και συστηματικά πλάνα γεωπολιτικής περικύκλωσης της Ρωσίας, που συνεχίζονται ανελλιπώς εδώ και δεκαετίες, παρά τις διακηρύξεις περί του αντιθέτου.
Η γεωστρατηγική απάντηση του Κρεμλίνου με την αστραπιαία και σχεδόν «ιδανική» από άποψη νομιμοποίησης ενσωμάτωση στη Ρωσική Ομοσπονδία της Κριμαίας, ο λαός της οποίας ζούσε με αυτόν τον πόθο επί δεκαετίες, αποτελεί ένα πολύ ενοχλητικό «χτύπημα», βαρύ και απότομο, ώστε να μπορέσει να το χωνέψει η Δύση, χωρίς σοβαρές αντιδράσεις.
Όλοι οι σώφρονες παράγοντες εύχονται και ελπίζουν, βέβαια, ότι οι κυρώσεις θα είναι τελικά οι ηπιότερες δυνατές, ωστόσο κανείς δεν αμφιβάλλει ότι το πλήγμα στις ευρω-ρωσικές σχέσεις θα χρειαστούν πολλοί μήνες για να ξεπεραστεί και για να επιστρέψουμε κάποτε σε ομαλότερα - τόσο απαραίτητα και στις δύο πλευρές - νερά.
Η Ελλάδα ατύχησε να βρίσκεται στο συμβολικό πλέον τιμόνι της προεδρίας της ΕΕ στη χειρότερη δυνατή στιγμή. Αντικειμενικά δεν έχει τα κότσια να αντιτάξει ούτε καν φραστικές εναλλακτικές διατυπώσεις απέναντι στις ιαχές των φανατικών ρωσοφοβικών και τα συμφέροντα των ισχυρών της Ένωσης.
Δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε με ακρίβεια, αν το επιχειρήσαμε έστω σε κάποια από τις περιπτώσεις ή αν απλώς συμβιβαστήκαμε με το να επαναλαμβάνουμε απλώς τη γενική ευρωπαϊκή γραμμή. Πάντως θα άξιζε να απασχολήσει τη διπλωματία μας η ανεύρεση μέτρων και μεθόδων, που θα μπορούσαν να «λειάνουν» τις συνέπειες για τα εθνικά μας συμφέροντα και ταυτοχρόνως θα μοιάζουν να αφουγκράζονται τα πανευρωπαϊκά και ουκρανικά προβλήματα, αλλά και την ιδιαιτερότητα της σχέσης της χώρας μας με τους ομόδοξους λαούς Ουκρανίας και Ρωσίας.
Ήδη δεν είναι λίγα τα περιστατικά ελληνικών «εμπλοκών» στην Ουκρανική κρίση, με πρώτο το σχόλιο, που ακούστηκε από έγκυρες διπλωματικές πηγές, θεωρώντας «αστοχία» εκτίμησης και τακτικής την απόφαση του υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Βενιζέλου να σπεύσει κατά το πρόσφατο ταξίδι του στην Ουκρανία να επισκεφθεί μόνο το Κίεβο και τη Μαριούπολη, περιφρονώντας επιδεικτικά την από ιστορική άποψη εξίσου -αν όχι ακόμη περισσότερο «ελληνική» - Κριμαία.
«Μπορεί να ήταν από τους πρώτους Ευρωπαίους, που έδινε το χέρι του στον αμφιλεγόμενο προεδρεύοντα του Κιέβου Τουρτσίνοφ, όμως αυτό δεν θα ενοχλούσε διόλου τη Μόσχα, αν εκτός από τους Έλληνες της Μαριούπολης συναντούσε έστω και μόνο τους ομοεθνείς σας αξιωματούχους στην Κριμαία. Θα είχε δείξει έτσι ότι κρατά τις ισορροπίες, χωρίς να έχει δει κανέναν από την κορυφαία ηγεσία της Κριμαίας, που αργότερα θα έμπαινε στο μάτι του κυκλώνα και κανείς δεν θα μπορούσε να πει ότι υπήρξε οποιαδήποτε παρέκκλιση», σχολίασαν στο Newsbomb οι ίδιες πηγές.
Όμως αυτά είναι πλέον ιστορία και άπαντες πρέπει να κοιτάξουμε το... αύριο στις -μετά την κρίση στην Ουκρανία- ελληνορωσικές σχέσεις...
Είναι σαφές ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε δύσκολη θέση, όμως θα ήταν πολύ κρίμα αυτή η δύσκολη θέση μας στις Βρυξέλλες να υποχρέωσε τελικά και την υπουργό Τουρισμού Όλγα Κεφαλογιάννη να μην πραγματοποιήσει το ταξίδι της στη Μόσχα για τις δύο μεγάλες τουριστικές εκθέσεις της Μόσχας, στέλνοντας μόνο τους υφισταμένους της, το γ.γ. του υπουργείου Αναστάσιο Λιάσκο και τον γ.γ. του ΕΟΤ Πάνο Λειβαδά, που την εκπροσώπησαν επάξια, αλλά αναγκαστικά χωρίς το δικό της «επικοινωνιακό χάρισμα».
Η εξαιρετική πορεία του τουρισμού από τη Ρωσία την τελευταία διετία και το θαύμα του 2013 με τις άνω του 1,3 εκατομμύρια αφίξεις Ρώσων τουριστών πιστεύω θα δώσει πολλές ακόμη ευκαιρίες για να ενταθούν οι προσπάθειες και να μην επιβεβαιωθούν τελικά οι λίγο απαισιόδοξες εκτιμήσεις της αγοράς, που θεωρούν αναγκαστική τη «διόρθωση» κατά 10-20%. Όπως δήλωσε η κα Κεφαλογιάννη θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να μην υπάρξει οποιαδήποτε αλλαγή στο εξαιρετικά ευνοϊκό, γρήγορα και απλουστευμένο σύστημα έκδοσης θεωρήσεων για τους Ρώσους πολίτες από τα προξενεία μας στη Ρωσία, αλλά και να αυξηθεί ο αριθμός των visacentre, που τα συνδράμουν. Και είναι βέβαιο ότι με τις δικές της ενέργειες μπορεί να αντιστραφεί πλήρως η σημερινή -προβληματική πρώτη εκτίμηση της αγοράς...
Από την άλλη, σύμφωνα με τον Πάνο Λειβαδά, οι πρώτες ενδείξεις είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικές και η φετινή χρονιά θα είναι το ίδιο ή και περισσότερο επιτυχής από την περσινή. Αυτή είναι η εκτίμηση που πρέπει -πάση θυσία- να επιβεβαιωθεί. Και θα επιβεβαιωθεί αν δραστηριοποιηθούν όλοι οι παράγοντες του τουρισμού μας... Τότε είναι βέβαιο ότι θα καταφέρουμε να εκμεταλλευτούμε τόσο τις ανταγωνιστικές μας τιμές, παρά τη σχετική αύξηση του κόστους λόγω διολίσθησης του ρουβλίου, αλλά και το ευνοϊκό περιβάλλον, που δημιούργησαν φέτος οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Σότσι και η συνεχιζόμενη κάμψη άλλων παραδοσιακών για τη Ρωσία αγορών, όπως η Αίγυπτος και η Τουρκία.
Ας αναδιπλωθούμε, λοιπόν, για να μην έχουμε απώλειες κι ας μην αφήσουμε τίποτε στον «αυτόματο πιλότο»...
Μια από τις γνωστότερες φιλέλληνες πολιτικούς της Ρωσίας, η πρόεδρος της Άνω Βουλής Βαλεντίνα Ματβιένκο, πρώην πρέσβης στην Ελλάδα, με πολλούς φίλους στην Ελλάδα, βρέθηκε στη λίστα «ανεπιθύμητων» των δυτικών κυρώσεων.
Είχε μάλιστα δηλώσει πρόσφατα γι’ αυτές ότι «αδιαφορώ, γιατί θα κάνω μια χαρά διακοπές εντός ρωσικών συνόρων». Με λίγη διπλωματική προσέγγιση και κάποια προετοιμασία (ποιος να την κάνει, βέβαια, έτσι που είναι κάποιες από τις υπηρεσίες μας στη Ρωσία...) η κα Ματβιένκο θα μπορούσε κάλλιστα να πει λίγα καλά λόγια για την Ελλάδα, ακόμη και να καλέσει, τώρα, που βρίσκεται στο φόρτε της δημοτικότητάς της, τους ομοεθνείς της να μην βγάλουν την Ελλάδα από τη λίστα των προτιμήσεών τους και να μην την ρίξουν χαμηλότερα από την τρίτη θέση, που την ανέδειξαν ήδη.
Με λίγη διπλωματική και επικοινωνιακή ευστροφία και «διαφοροποίηση», το κυρίαρχο σύνθημα στη Ρωσία «όλοι φέτος διακοπές στην Κριμαία», θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί στα ρωσικά κοινωνικά δίκτυα και με τη βοήθεια προσωπικοτήτων που επηρεάζουν τη ρωσική κοινή γνώμη ως «φέτος στην Κριμαία και πάντα στην Ελλάδα».
Σε δραστηριότητες προς αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει και η ελληνική Ομογένεια στη Ρωσία, ακόμη και την ίδια την Κριμαία, αλλά και πάλι, ποιος να συντονίσει τους ομογενείς μας όταν συχνά πυκνά οι Πρεσβείες και τα Προξενεία μας δεν τους καταγράφουν και με το ζόρι επικοινωνούν μαζί τους, τους περιφρονούν συστηματικά ή και συγκρούονται μαζί τους;
Εξίσου αναγκαίο είναι να διατηρηθεί η επικοινωνία με τον επίσης φιλέλληνα και θύμα της «λίστας» Βλαντίμιρ Γιακούνιν, πρόεδρο των Ρωσικών Σιδηροδρόμων και προσωπικό φίλο του Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος επανειλημμένως έχει εκδηλώσει το ενδιαφέρον της ρωσικής πλευράς για την ΤΡΑΙΝΟΣΕ και τα λιμάνια Πειραιά και Θεσσαλονίκης. Θα ήταν άδικο για τα συμφέροντά μας να χάσουμε την επαφή με τον διοργανωτή, μεταξύ άλλων, και του διεθνούς εμβέλειας φόρουμ «Διάλογος των Πολιτισμών» στη Ρόδο, εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια, αλλά και έναν από τους βασικούς χρηματοδότες εκκλησιαστικών και ελληνορωσικών προγραμμάτων συνεργασίας.
Στις παραπάνω μικρο-προτάσεις θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μερικές ακόμη, σχετικά μεγαλύτερης εμβέλειας, που προκύπτουν από απλές σκέψεις. Σκέψεις, που είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν πεπειραμένοι διπλωμάτες μας, που κατανοούν ότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να κερδίσει από τον παραλογισμό, τον φανατισμό και την υστερική συμπόρευση με εθνικιστικούς ως και νεοναζιστικούς κύκλους, αλλά και ότι δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει ούτε τη Ρωσία, ούτε την Ουκρανία από εταίρους και συνομιλητές.
Με την ιδιότητα της χώρας-κοιτίδας της Ορθοδοξίας και απέναντι στους δύο μεγαλύτερους ορθόδοξους λαούς του κόσμου, με την ειρηνευτική των πνευμάτων επιρροή, που μπορεί να έχει στην περιοχή το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Άγιο Όρος, δεν θα μπορούσε η Ελλάδα να υποστηρίξει, για παράδειγμα, μια πρωτοβουλία περίθαλψης τυχόν τραυματιών, που ακόμη νοσηλεύονται σε νοσοκομεία του Κιέβου; Να ξεκινήσει έναν διάλογο για τυχόν ανάγκες, που αντιμετωπίζουν ορθόδοξες εκκλησίες και το ποίμνιό τους, ενθάρρυνσης των επικοινωνιών και διαβουλεύσεων μεταξύ πιστών και ιδρυμάτων, που υπάγονται σε διαφορετικές εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες;
Επεκτείνοντας λίγο περισσότερο την ιδέα αυτή, δεν θα μπορούσαμε ακόμα και να αιτηθούμε την εξαίρεση από τη Συνθήκη Σένγκεν, άρα και την προσωρινή αναστολή της βίζας για ανθρωπιστικούς και ειδικούς πνευματικούς λόγους όλων των Ουκρανών και Ρώσων πολιτών, που θα θελήσουν να επισκεφθούν την Ελλάδα και τα χριστιανικά ιερά της ως προσκυνητές κατά την περίοδο του Πάσχα, αναζητώντας διέξοδο από το βαρύ πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα των χωρών τους;
Δεν θα μπορούσαμε να τεθούμε επικεφαλής μιας αντίστοιχης πρωτοβουλίας με την υποστήριξη όλων των ορθοδόξων κρατών της Ένωσης, όπως η Κύπρος, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, ανεξαρτήτως αν είναι αυτά μέλη της Συνθήκης Σένγκεν;
Η παραμικρή αντίστοιχη κίνηση, που θα μπορούσε να συμπεριλάβει και άλλες ειδικές κατηγορίες, π.χ. οικογένειες με παιδιά, ταξιδιώτες, που έχουν προαγοράσει τουριστικό πακέτο (ξενοδοχείο και εισιτήρια), ή χρονικές περιόδους, π.χ. μέρος ή όλη τη θερινή σεζόν, δεν είναι προφανές ότι συμβαδίζει τόσο με τα εθνικά μας συμφέροντα, όσο και μας επιτρέπει να μην τρέχουμε απλώς πίσω από τις εξελίξεις;
Δεν είναι χρήσιμο να προσπαθούμε να συμβάλλουμε στο βαθμό του δυνατού και με την ιδιαιτερότητα, που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τη διπλωματία μας, στη διαμόρφωση κάποιων από αυτές τις εξελίξεις; Επανειλημμένως οι σύμμαχοί μας στη Συνθήκη Σένγκεν προχώρησαν στην προσωρινή αναστολή της ισχύος της, όταν αυτό εξυπηρετούσε τα εθνικά τους συμφέροντα και προσφερόταν κάποια καλή αφορμή, όπως είναι στην περίπτωσή μας οι προβλεπόμενοι «ανθρωπιστικοί λόγοι».
Ως Ελλάδα έχουμε περισσότερο από ποτέ δραματική ανάγκη από το εισερχόμενο συνάλλαγμα, επομένως το ερώτημα είναι υπαρκτό: μπορούμε, θέλουμε ή δεν μας επιτρέπεται η παραμικρή «διαφοροποίηση»;
Και τί είναι τελικά η Προεδρία στην ΕΕ και η διπλωματία μας;
Δυνατότητα προς αξιοποίηση ή γράμμα κενό; Εργαλείο ειρήνης και εξυπηρέτησης των δικαιωμάτων και συμφερόντων μας ή αναγκαστικός κολαούζος των δανειστών μας;
Οπότε προς τί ο κόπος και ο σπαραγμός να τη διαφημίζουμε, αν δεν μπορούμε να επωφεληθούμε στο παραμικρό;
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις