Όλα συγκλίνουν στην άποψη ότι η διετία 2015-2016 θα είναι ένα ιδιαίτερο χρονικό διάστημα για το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.
Η συρρίκνωση της εξωτερικής του αξίας που ξεκίνησε ουσιαστικά από τα τέλη του 2014 ως συνέπεια της απόφασης της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας για την έναρξη του δικού της προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από τη μια πλευρά και η θέσπιση αρνητικού επιτοκίου στην αποδοχή καταθέσεων, το οποίο μετά από δυο κινήσεις (Ιούνιος και Σεπτέμβριος 2014) καταγράφεται στα επίπεδα του -0,20%, αναμένεται να συνεχιστεί αλλάζοντας τους εμπορικούς Όρους των κρατών μελών.
Η αλλαγή των εμπορικών όρων αφόρα όλα τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ αλλά και τα συνδεδεμένα που χρησιμοποιούν το ευρώ για τις εμπορικές τους συναλλαγές.
Αρκετοί πιστεύουν ότι η υποτίμηση του ευρώ θα δώσει την δυνατότητα στις χώρες της περιφέρειας να βελτιώσουν τους Όρους ανταγωνιστικότητας αγαθών και υπηρεσιών χωρίς να αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν τα διαρθρωτικά τους προβλήματα μέσω της δημοσιονομικής τους πολιτικής.
Πολλοί πιστεύουν ότι η υποτίμηση του ευρώ θα επιφέρει μεγαλύτερα οφέλη στα κράτη του νότου παρά στα κράτη του βορρά θεωρώντας εσφαλμένο ότι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής συνδέεται περισσότερο με τις ανάγκες παρά με την δυναμική που εκπέμπουν οι οικονομίες στην βάση τω δομών που έχουν κτίσει προϊόντος του χρόνου.
Το ευρώ εισήχθη στις αγορές συναλλάγματος με αρχική ισοτιμία 1,177 έναντι του αμερικανικού δολαρίου λαμβάνοντας υπόψη τα θεμελιώδη δημοσιονομικά και μακροοικονομικά δεδομένα των χωρών που είχαν υιοθετήσει το ευρώ ως κοινό νόμισμα τους.
Η αρχική ισοτιμία ήταν προϊόν μιας μέσης τιμής – επιλογής που εκφράστηκε με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί σχετικά τα κράτη μέλη.
Δεν ήταν η ιδανική ισοτιμία για κάθε ξεχωριστό κράτος αλλά η συνισταμένη της ανάγκης να βγει στις αγορές ένα νόμισμα που να εκπροσωπεί διαφορετικές (δημοσιονομικά, φορολογικά, αναπτυξιακά) οικονομίες.
Φυσικά από τη στιγμή της διαπραγμάτευσης και μετά και στα πλαίσια της ελεύθερης διακύμανσης οι αγορές ανέλαβαν το αντικειμενικό επίπεδο ισοτιμίας στην βάση των υπόβαθρων που σχημάτιζαν επιτοκιακοί, νομισματικοί και δημοσιονομικοί παράγοντες .
Επομένως άλλη η ισοτιμία εισαγωγής προϊόν συμβιβασμών, άλλη η καθημερινά διαμορφωμένη ισοτιμία στην βάση της προσφοράς και ζήτησης και άλλη η ιδεατή ισοτιμία για κάθε κράτος–μέλος ξεχωριστά.
Η τελευταία είχε υπολογιστεί με βάση τα οικονομικά δεδομένα του 2013 και όπως παρατηρούμε από τον παρατιθέμενο πίνακα το εύρος είναι μεγάλο και ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για τις αντοχές της κάθε οικονομίας.
Ευρωζώνη, Ευρώ – η ιδεατή ισοτιμία του Ευρώ-Δολαρίου για τα κράτη της Ευρωζώνης
Η ιδεατή ισοτιμία ευρώ–δολαρίου για την Γερμανία καταγράφεται στα επίπεδα των 1,53 δολαρίων για την Ισπανία στα 1,24 δολάρια και για την Ελλάδα στα 1,07 δολάρια.
Διαφορές μεγάλες που δικαιολογούνται μόνο κάτω από το πρίσμα των παραγωγικών δομών των οικονομιών των κρατών–μελών.
Στην βάση αυτή το υπόβαθρο ανταγωνιστικότητας κόστους και τιμών στην Γερμάνια μπορεί να ανταπεξέλθει ακόμη και σε επίπεδα που προσεγγίζουν το 1,5 δολάριο κάτι που δικαιολογεί απόλυτα τις υψηλές εξαγωγικές επιδόσεις της κατά την τελευταία 5ετια.
Να θυμίσουμε ότι την περίοδο 2010-2014 η ισοτιμία ευρώ–δολαρίου κυμαίνονταν στο εύρος 1,20-1,50 δολαρίων πράγμα που σημαίνει πως η Γερμάνια δεν είχε κανένα ανασχετικό συναλλαγματικό πρόβλημα, το αντίθετο μάλιστα, εάν δεχθούμε ότι η μέση ισοτιμία της περιόδου καταγράφονταν στα 1,33 δολάρια τότε εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι οι γερμανικές εξαγωγές επιδοτούνταν κατά 15% περίπου.
Αντίθετα και στην βάση της ίδιας λογικής οι ελληνικές εξαγωγές επιβαρύνονταν κατά 43% λόγω της ανατίμησης του ευρώ.
Τώρα επειδή έχει γίνει αρκετός λόγος για τα ενδεχόμενα οφέλη από την υποτίμηση του ευρώ θα πρέπει να σταθούμε στα εξής σημεία:
Πρώτον, η Ελλάδα ανήκει στην ευρωζώνη και ως εκ τούτου τα οφέλη της υποτίμησης του ευρώ αφορούν όλα τα μέλη της ευρωζώνης αλλά και των κρατών που έχουν συνδεθεί με το ευρώ άμεσα η έμμεσα.
Δεύτερον, τα οφέλη της υποτίμησης είναι ανάλογα της ιδεατής ισοτιμίας, οπότε στην υποθετική περίπτωση που το ευρώ βρεθεί στα 0,80 αμερικανικά σεντς τα οφέλη για την χώρα μας θα είναι της τάξεως του 34% περίπου ενώ της Γερμανίας 91% , της Ισπανίας 57% και της Πορτογαλίας 55%.Τρίτον, στο υπαρκτό γεγονός ότι τα περισσότερα μεσογειακά κράτη λίγο πολύ απευθύνονται στις ίδιες εκτός ευρωπαϊκής ένωσης αγορές τότε είναι σαφές ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από μια υποτίμηση του ευρώ μετριάζεται αρκετά στην περίπτωση της χώρας μας.
Τρίτον, στο υπαρκτό γεγονός ότι τα περισσότερα μεσογειακά κράτη λίγο πολύ απευθύνονται στις ίδιες εκτός ευρωπαϊκής ένωσης αγορές τότε είναι σαφές ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από μια υποτίμηση του ευρώ μετριάζεται αρκετά στην περίπτωση της χώρας μας.
Τέταρτον, λαμβάνοντας υπόψη την γεωγραφική κατανομή των ελληνικών εξαγωγών αγαθών παρατηρούμε ότι το 31% κατευθύνονται προς χώρες της ζώνης του ευρώ οπότε και οι μεταβολές στην εξωτερική αξία του ευρώ ουδόλως τις επηρεάζουν.
Πέμπτον, οι ελληνικές εξαγωγές εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις υπηρεσίες σε σχέση πάντα με τις εξαγωγές των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης.
Οι ελληνικές εξαγωγές υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν το 65% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την ζώνη του ευρώ είναι μόλις 22%.
Τεράστια διαφορά που αποδεικνύει την προστιθέμενη αξία των τομέων του τουρισμού και της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία.
Έκτον, οι εισπράξεις από το ναυτιλιακό συνάλλαγμα αντιπροσωπεύουν εδώ και δεκαετίες το 50% των εξαγωγών υπηρεσιών της χώρας κάτι που σημαίνει πως ελαχίστη αξία έχει η συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ –δολαρίου στις κατά καιρούς καταγραφόμενες επιδόσεις της.
Εκείνο που παίζει ρόλο είναι η κατάσταση της διεθνούς ναυλαγοράς η οποία κατά βάση τα τελευταία χρόνια επηρεάζεται από τους ρυθμούς ανάπτυξης των αναδυόμενων οικονομιών.
O Baltic Dry Index ο δείκτης του κόστους των θαλάσσιων μεταφορών βρίσκεται εάν εξετάσουμε την τελευταία 5ετια στα χαμηλότερα επίπεδα του, πράγμα που σημαίνει ότι αρκετά πλοία έχουν μείνει χωρίς ναύλα, χωρίς αντικείμενο εργασίας.
Baltic Dry – η πορεία του δείκτη κόστους των θαλάσσιων μεταφορών τη τελευταία 5-ετία.
Εάν σκεφτούμε ότι ο συγκεκριμένος δείκτης τον Μάιο του 2010 καταγράφονταν στα επίπεδα των 4.187 μονάδων στις αρχές του 2014 είχε μειωθεί στα επίπεδα των 2.247 μονάδων και στις αρχές του 2015 είχε συρρικνωθεί στις 761 μονάδες εύκολα γίνεται αντιληπτό το δράμα των θαλάσσιων μεταφορών και ως εκ τούτου η αρνητική επίδραση στις εισπράξεις από το ναυτιλιακό συνάλλαγμα.
Φυσικά η πτώση συνεχίζεται αφού η αναπτυξιακοί ρυθμοί σε Κίνα, Ινδία μειώνονται ενώ μετά το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ οι εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές λειτουργούν με τρόπο που όχι μόνο τερματίζουν τις όποιες αναπτυξιακές προσδοκίες αλλά δημιουργούν και υφεσιακά υπόβαθρα προοιωνίζοντας νέα αρνητικά επίπεδα του δείκτη των διεθνών θαλασσίων μεταφορών .
Σήμερα ο Baltic Dry Index βρίσκεται στα επίπεδα των 600 μονάδων συρρικνούμενος κατά 598 % περίπου σε σχέση με τα προ 5ετιας επίπεδα του.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις