απόγευμα της 22ας Απριλίου του 1827.
Το μεσημέρι έφαγε λίγο ψωμί και ξάπλωσε να ησυχάσει. Η διαταγή ήταν σαφής: να αποφύγουν οι στρατιώτες του κάθε σύγκρουση με τον εχθρό, πριν την καθορισμένη ώρα. Δεν πρόλαβε να ησυχάσει, όταν άκουσε πυροβολισμούς. Πετάχτηκε από το στρώμα του. Του μηνούν ότι οι δικοί του χτυπιούνται με τους Τούρκους.
«Ο Καραϊσκάκης μόλις ήκουσε τους πρώτους πυροβολισμούς διέταξε να φροντίσουν να τους σταματήσουν, άλλ΄όταν μετ΄ολίγον η αναστάτωσις επετάθη, εσηκώθη, ίππευσε και
ακολουθούμενος από τους ευρεθέντας εις την σκηνήν του οπλαρχηγούς ώρμησε προς την κατεύθυνσιν που είχεν αρχίσει η συμπλοκή δια να την περιορίση, δια να μην εμπλακή ο στρατός εις μάχην ακαίρως και ανατραπή το σχέδιον, το οποίον είχε δια την μεγάλη επιχείρησιν της επομένης.
Αλλά το άλογο του Καραϊσκάκη ετραυματίσθη μόλις εξεκίνησε και ο στρατηγός διέταξε να του φέρουν άλλο. Τούτο όμως δεν εκινείτο και μόλις το εκτύπησεν ο αναβάτης του επρόβαλε τους εμπροσθίους πόδας αρνούμενον να προχωρήση και ετίνασσε την κεφαλήν με διεσταλμένους τους οφθαλμούς και τους ρώθωνας, εις τους πτερνισμούς που υφίστατο. Το θέαμα της επιμόνου αρνήσεως του ζώου να προχωρήση έκαμεν εντύπωσιν εις τον ακολουθούντα τον Καραϊσκάκην υπασπιστήν του Γιαννούσην Πανομάραν, παλαιόν ιππέα και πιστεύοντα εις τας προαισθήσεις των αλόγων, και ο οποίος συμπεραίνων εκ του πείσματος του ζώου ότι ο αναβάτης του θα εκινδύνευεν αν επροχωρούσε, αφίππευσε, εκράτησε το ατίθασον άλογο από τους χαλινούς και εφώναξε προς τον Καραϊσκάκην, κατά την αναγραφείσαν στιχομυθίαν:
- Κατέβα κάτω, στρατηγέ.
Ο Πανομάρας γνωρίζων ότι αν συνεβούλευε τον αρχηγόν του ν΄αποσυρθή εκ του πεδίου της μάχης δεν θα εισηκούετο, επεχείρησε να το κάμη με τους απλούς τραχείς τρόπους του ορεσιβίου. Ο Καραϊσκάκης εξεπλάγη.
-Τι λες ωρέ Γιαννούση, του είπε.
-Κατέβα κάτω σου λέω.
-Ωρέ, άφησε το άλογο.
-Κατέβα ή το σφάζω,
επέμεινεν ο Γιαννούσης προβάλλων γυμνόν το γιαταγάνι του προς την κοιλίαν του ζώου.
Ο Καραϊσκάκης, που εγνώριζεν ότι ο υπασπιστής του ήτο ικανός να πραγματοποιήση αυτό που έλεγε με την ιδέαν ότι θα τον έσωζε, αφίππευσε, άλλ΄επωφεληθείς μιας στιγμής κατά την οποίαν ο Γιαννούσης εκύτταζεν αλλού, ίππευσε αστραπιαίως και κεντήσας δυνατά το άλογο ώρμησε προς τον τόπο της συμπλοκής….»
Το περιστατικό είναι ασήμαντο και καταχωρείται στα ανέκδοτα της ιστορίας. Ωστόσο, δεν παύει να κινείται ανάμεσα στα όρια της ιστορίας και του θρύλου που αφορούν τον χαμό του μεγάλου αγωνιστή. Ανήκει στην ίδια κατηγορία με το κόκκαλο της σπάλας, που είχε διαβάσει ο Παπαφλέσσας πριν το Μανιάκι, ή με το όνειρο του Κολοκοτρώνη με την υπογραφή του Θεού για την ελευθερία της Ελλάδας. Το περιστατικό το κατέθεσε ο ίδιος ο Γιαννούσης, η αλήθεια του, λοιπόν, δεν είναι αντικείμενο αμφιβολίας. Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει, είναι το γεγονός πως πίσω από όλα αυτά τα παραδείγματα, αναδύεται η πανάρχαια γνώση της θεοσημίας, μιας παράλληλης προς την θρησκεία λαϊκής μαντικής πρακτικής. Ένα είδος οιωνοσκοπίας με διάφορων μορφών προσημεία, που είναι πάντα παρούσα και ζωντανή στους Έλληνες του 19ου αιώνα, όπως ήταν και στους αρχαίους προγόνους.
Και σήμερα ακόμη, παρόλο που αυτή η σημειακή αντιμετώπιση των πραγμάτων, καλύπτεται κάτω από την έννοια της πρόληψης και του προληπτικού, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς πως ο ορθολογισμός σε αυτό το επίπεδο έχει ηττηθεί. Ο Γιαννούσης, ένας «γητευτής αλόγων» με το σύγχρονο όρο, είναι άνθρωπος της φύσης, είναι μέρος της. Γνωρίζει πολύ καλά τα άλογα από μικρό παιδί και έχει μάθει πως υπάρχουν στιγμές στην ζωή, που το «επέκεινα» στέλνει μηνύματα στο εδώ, με κάθε τρόπο. Είναι ανύποπτος κληρονόμος μιας γνώσης και ενός ψυχικού ενστίκτου που τον καθιστά κατάλληλο στο να αντιλαμβάνεται τα μηνύματα. Είναι όμως μάταιο, αν τα πιστεύει μόνο αυτός. Έτσι, το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον.
«Ήταν 4 το απόγευμα. Ένα βόλι χτυπά το βουβώνα του. Δεν είναι τίποτα, λέει. Μα ήταν το τέλος του. «Επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, εγνώριζε τον αίτιον και αν ήθελε ζήσει, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον», γράφει ο βιογράφος του Δημήτριος Αινιάν. Στις 4 το πρωί της 23ης Απρίλη του 1827, πριν ξημερώσει του Αγίου Γεωργίου, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης παραδόθηκε στο βόλι του θανάτου. Αυτό το κατατρεγμένο από τα γεννοφάσκια του αγόρι, που δεν υποτάχτηκε στη μοίρα του και δεν κρύφτηκε μες στο ανώνυμο πλήθος, για να κρύψει σε αυτό τη ντροπή που τη φόρτωσαν οι άλλοι. Ότι κέρδισε το κέρδισε μόνο με το σπαθί του. Και με τη λεβεντιά του. Γιατί βρέθηκε να θερίζει τις θύελλες μόνος του, κυκλωμένος από καταιγίδες και ταπεινώσεις. Κι άλλο αστέρι κι άλλη αχτίδα μπροστά του δεν έβλεπε παρά αγώνα μονάχα και πάλη».
(1) Πανομάρας Γιαννούσης: Πολέμησε στο Σούλι και μετά πέρασε στην Δυτική Ελλάδα όπου πήρε μέρος στη μάχη της Αμπλιανης και έδρασε με ζήλο έξω από το Μεσολόγγι. Όταν η φρουρά πραγματοποίησε την περίφημη έξοδο, μονάχα ο Πανομάρας και ο Δράκος με λίγους συντρόφους του, είχαν πάει σε βοήθειά της. Έπειτα ο Πανομάρας πήρε μέρος στη μάχη της Αράχωβας όπου ο Καραϊσκάκης τον είχε πάρει υπασπιστή του. Επί Καποδίστρια ο Πανομάρας έγινε πεντακοσίαρχος και διοικητής του Γ΄ Τάγματος.
Βιβλιογραφία:
Δ. Κόκκινου: Η Ελληνική Επανάστασις, τ. 11ος, σ. 33
http://olympia.gr/
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις