Αυτό μας το είχαν πεί από καιρό και το ‘χαμε χωνέψει.
Αλλά ότι θα καταντούσαμε η Δύση της Δύσης, πραγματικό Φάρ Ουέστ, δεν το ‘χαμε ποτέ υποπτευθεί. Το ότι θα κυβερνούσε ένας πονηρός σερίφης την χώρα με το έτσι θέλω, με το πιστόλι του κι’ έναν δικαστή υποχείριό του, χωρίς νόμους, χωρίς σύνταγμα, καθώς προσωποποίηση αυτών
θα ήταν αυτός και μόνο αυτός, δεν το είχαμε φαντασθεί ούτε και οι πιο απαισιόδοξοι από εμάς.
Και λέγοντας εμάς δεν εννοούμε παρά τους σκεπτικιστές, που έβλεπαν πως κάτω από τον ενθουσιασμό των νεοφιλελεύθερων για το τέλος της ιστορίας, τον πολυπολιτισμό και την αθρόα είσοδο των λαθρομεταναστών και των μουσουλμάνων στην χώρα, κάτω από την υστερική προπαγάνδα κατά του εθνικισμού και των εθνικών ιδεών που διαμορφώνουν το εθνικό ιδεολόγημα, όπως και κατά της ορθοδοξίας, της εθνικής παιδείας και κοινωνικής πρόνοιας, δεν θα έμενε τίποτε όρθιο.
Και βλέπαμε ακόμα πως υπό το πρόσχημα της απελευθέρωσης των αγορών, είχε καταργηθεί όχι μόνο κάθε προστατευτισμός της Ελληνικής οικονομίας, μα και κάθε είδους κρατική πρόνοια γιά την επιβίωσή της. Η λέξη πρόνοια δεν υπήρχε πλέον ούτε σαν έννοια στην σκέψη των κυβερνώντων, που ήταν σίγουροι, ή παρίσταναν εκ του πονηρού τους σίγουρους, πως όπως η πρόνοια του Θεού θρέφει τα πετεινά του ουρανού, έτσι και η πρόνοια των αγορών θα θρέφει εφεξής τα πετούμενα της οικονομίας. Τους παραγωγούς που θα πήγαιναν όπου τους φυσά ο άνεμος και τους εργαζόμενους που θα μεταβάλλονταν σαν τους προϊστορικούς ανθρώπους σε νομάδες κυνηγούς της εργασίας.
Και σαν να μην έφθανε η έλλειψη κάθε είδους πρόνοιας για τον εργαζόμενο και η απουσία εθνικού προγραμματισμού γενικότερα, για το που θα βρούν τα παιδιά των Ελλήνων στο μέλλον εργασία, ανεπτύχθη μια άλλη πρόνοια, η πρόνοια για τον κεφαλαιούχο επιχειρηματία που θα ήθελε να μετακινηθεί σε χώρες μικρότερου εργατικού κόστους και έρχονταν το παντοδύναμο κράτος να τον χρηματοδοτήσει, να αποικίσει οικονομικά τα Βαλκάνια.
Ακούγαμε έτσι για την συνεχή οικονομική διείσδυση των Ελλήνων στις ξένες οικονομίες, για να αναπτυχθούν και εκείνες, μια που η δική τους είχε φθάσει σε οριακό πλέον σημείο ανάπτυξης και έπρεπε επειγόντως κάπου αλλού να διοχετευθεί το σφρίγος της. Και δίναμε σαν υπερδύναμη, οικονομική βοήθεια στην Αλβανία και στα Σκόπια και επιδοτούσαμε και ένα σωρό μη κυβερνητικές οργανώσεις, σαν να ήταν κυβερνητικές, για να ασκούν αντικυβερνητική, ή μάλλον ανθελληνική, οι περισσότερες απ’ αυτές προπαγάνδα.
Το Ελληνικό οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο έδειχνε από καιρού πλέον πως είχε απαλλαγεί από κάθε είδους εθνικά αυτοσυντηρητικά ανακλαστικά και αντιμετώπιζε την εργαζόμενη λαϊκή του μάζα σαν περιττό βάρος, οραματιζόμενο την κοινωνική του απελευθέρωση από αυτήν.
Θα έπρεπε λοιπόν, όχι μόνο τα κεφάλαιά της και οι επιχειρήσεις της να δραπετεύσουν στο εξωτερικό, όχι μόνο οι Έλληνες εργαζόμενοι να αντικατασταθούν από φθηνότερους αλλοδαπούς, μα αργά ή γρήγορα να καταστρατηγηθεί κάθε έννοια εργατικού δικαίου και να υποχρεωθεί ο Ελληνικός λαός, στην πρώτη οικονομική αφορμή που θα της εδίδετο, να αποδεχθεί την βάναυση υποβάθμιση του βιοτικού του επιπέδου για να ομογενοποιηθεί ο οικονομικός χώρος των Βαλκανίων.
Έτσι θα μπορούσαν οι Έλληνες πασάδες, ή κοτζαμπάσηδες να επιστρέψουν σαν τον Οδυσσέα στον τόπο τους, στην Ιθάκη τους, μετά το μακρύ ταξίδι τους στην ξενιτιά και να δώσουν ένα μάθημα στους μνηστήρες της εξουσίας που είχαν συμπήξει συνδικάτα και κόμματα και παρίσταναν τους αφέντες στο παλάτι της, υποχρεώνοντας την δόλια, την δημοκρατική Πηνελόπη, να ερωτοτροπεί μια με τον ένα, μια με τον άλλο.
Παλιννόστηση λοιπόν, όχι της μοναρχίας, μα του κεφαλαίου στον τόπο του.
Και ούρειος άνεμος στα πανιά του, θα ήταν η πρώτη οικονομική κρίση που θα φαίνονταν στον ορίζοντα και θα του επέτρεπε να προετοιμάσει τον δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα, που δεν θα ήταν πια η κοινή πατρίδα εργοδοτών και εργαζομένων, μα η πατρίδα των εργοδοτών και μόνο.
Χρεωμένο κατάλληλα το Ελληνικό κρατικό ταμείο, κινούμενο εδώ και μια εικοσαετία μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ του 100 και 110 του ΑΕΠ, δεν θα χρειαζόταν παρά λίγη υπονόμευση εκ των έσω για να καταρρεύσει. Για να ΄ρθουν στη συνέχεια, με νέα δάνεια οι δανειστές να σώσουν τους Ιθακήσιους από τα χρέος τους, και να τους προστατέψουν συνάμα από τους χρηματολιγούρηδες μνηστήρες της Πηνελόπης, αλλά και από την υπερβολική δημοκρατία που δεν επιτρέπει στους πολιτικούς να λένε αλήθειες και να παίρνουν σκληρά, αντιλαϊκά αν χρειασθεί, επώδυνα μέτρα. Θα καταργούνταν γι’ αυτό το σύνταγμα και η εθνική κυριαρχία, κι οι
νόμοι θα άλλαζαν με κάθε νέο δάνειο, κάθε τρείς ή έξι μήνες, μα η δανειοδημοκρατία της Δανείας του Ευρωπαϊκού νότου θα διατηρούσε τους μνηστήρες της, που εξαγνισμένοι μετά τις δηλώσεις υποταγής και συμμόρφωσής τους προς τις υποδείξεις του Οδυσσέα, θα μπορούσαν και πάλι να κυκλοφορούν στο παλάτι και να ερωτοτροπούν με την Πηνελόπη.
Και θα κουβαλούσε μαζί του ο Οδυσσέας και λίγους Γερμανούς να κάνουν τον μπαμπούλα για να φοβηθούν οι άμαχοι να μπούνε στις τρύπες τους. Μόνο που ο τόπος δεν θα ήταν πια όπως τον άφησε πριν κινήσει για την Τροία.
Τώρα θα άκουγε στον δρόμο όλες τις γλώσσες που είχε πρωτακούσει στο πολύχρονο ταξίδι του. Τα μισά καταστήματα θα τα ΄βλεπε κλειστά, πεθαμένα σα τα δένδρα όρθια από την φυλλοξήρα, με τα τζάμια τους σπασμένα, και στα πεζοδρόμια γύρω να τριγυρνούνε πρεζόνια, μαύροι και κίτρινοι γυρολόγοι που σα τσιμπούρια θα ρουφούσαν τις τελευταίες σταγόνες χρήματος από τις τσέπες των περαστικών.
Κουρελιασμένοι οι κάτοικοι θα ΄ψάχναν στα σκουπίδια, κουρελιασμένη η αξιοπρέπειά τους και η αξιοπρέπεια της χώρας, κουρελιασμένο το σύνταγμα κι οι νόμοι, όμηροι όλοι της ανεργίας, της φορολογίας και των τεκμηρίων διαβίωσης, να μην έχουν άλλη διέξοδο από την ηρωϊκή έξοδο στην μετανάστευση, σαν τον άρχοντα Οδυσσέα, την στιγμή μάλιστα, που τι ειρωνεία της τύχης, αυτός γύριζε τροπαιούχος κατακτητής, δικαιωμένος και πιο πλούσιος από ποτέ, στην γενέτειρα αφετηρία του.
Ξένη κατοχή λοιπόν, με μισθοφόρους αφέντες και επενδυτές πίσω από τους μισθοφόρους εργαζόμενους που προηγήθηκαν της κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας, την προετοίμαζαν όμως ειρηνικά και αβίαστα, καιρό τώρα. Η χώρα λοιπόν δεν αλώθηκε εκ των έξω, σάπισε απλώς εκ των έσω, από την αδυναμία των δεξιών και αριστερών μνηστήρων της εξουσίας να εννοήσουν πως είναι όλοι Ιθακήσιοι, πως έχουν κάτι κοινό που τους ενώνει, πέρα από το χρήμα που τους διακρίνει σε πτωχούς και πλούσιους, εργοδότες και εργαζόμενους.
Βέβαια είναι λίγο δύσκολο να φαντασθεί ο εργοδότης τον εαυτό του εργαζόμενο και ο εργαζόμενος άπαξ και γίνει εργοδότης ή εξουσιαστής στο όνομα των εργαζόμενων, να θυμηθεί ότι ήταν κάποτε ένας από αυτούς..
Ξεχνάει γρήγορα ο πεινασμένος την πείνα του κι΄ αλλάζει γρήγορα στρατόπεδο σαν γίνει αφέντης στην θέση του αφέντη. Και είναι αυτή ή έλλειψη παιδείας που προκαλεί το έλλειμμα εθνικής συνείδησης των πολιτών, και μετατρέπει αυτούς σε ευκαιριακούς τυχάρπαστους εκμεταλλευτές των συνανθρώπων τους, απάτριδες κεφαλαιούχους, ανάλγητους εργοδότες, μα και ανεύθυνους ψηφοφόρους και κλεπταποδόχους της κομματικής εύνοιας και πολιτικής ρεμούλας.
Και είναι αυτήν την εθνική συνειδητότητα που λοιδώρισαν εξ’ ίσου οι δεξιοί και αριστεροί ταξικοί αντίπαλοι κατά την διάρκεια του ταξικού εμφυλίου πολέμου. Κι’ αν λόγω του ψυχρού πολέμου στήνονταν, εξ’ ανάγκης στην Δύση απέναντι από τον κρατικό σοσιαλισμό, η βιτρίνα του κοινωνικού κράτους, κι’ ενός ψηλότερου βιοτικού επιπέδου, προς τι να ξοδεύει άλλο σήμερα το Ελληνικό και διεθνές κεφάλαιο τα λεφτά του για να τα διατηρεί, αφού εξέλιπε ο λόγος της δημιουργίας τους;
Αφού κατέπεσαν τα οικονομικά σύνορα για το κεφάλαιο, γιατί να μην καταπέσουν και τα εθνικά συντάγματα και οι εργατικοί νόμοι που διακρίνουν τους εργαζόμενους των όμορων Βαλκανικών κρατών;
Τι πιο φυσιολογικό για τον διεθνή νεοφιλελευθερισμό, από το να καταργηθεί πρώτη η Ελλάδα που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ιστορίας, των ηπείρων και των πολιτισμών από την χορεία των πολιτισμένων συντεταγμένων κρατών, βάσει του σχεδίου μιας μεθοδευμένης συντεταγμένης χρεωκοπίας;
Και πόσο πλανημένα ήταν τα αριστερά πολιτικά κόμματα που συμπορεύονταν τα τελευταία είκοσι χρόνια, μετά την πτώση του παραπετάσματος, με την καθεστωτική προπαγάνδα των κομμάτων εξουσίας του κεφαλαίου ενάντια στις εθνικές ιδέες;
Δεν είχαν αντιληφθεί πως η εγκατάλειψη του εθνικισμού από το κεφάλαιο προοιώνιζε την σημερινή επίθεσή του ενάντια στην εθνική περιουσία και στο εθνικά, συνταγματικά κατοχυρωμένο εργατικό δίκαιο και κοινωνικό κράτος;
Και τι κάνει ακόμα και σήμερα το δήθεν αδιάλλακτο, αδιαπραγμάτευτο στα θέματα της οικονομίας Κ.Κ.Ε., για να προασπίσει το εθνικό νομικό ανάχωμα των εργατικών δικαιωμάτων; Προφασίζεται πως επειδή είναι Ελληνικός ο δάκτυλος της ξένης κατοχής, δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν ξένη κατοχή
που να δικαιολογεί την έξοδό του από την κομματική απομόνωση για την δημιουργία ενός νέου εθνικού μετώπου πολιτικής αντίδρασης;
Όταν και σήμερα η ηγεσία του φιλολογεί, πως δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ξένο κεφαλαιούχο και τον Έλληνα, ανάμεσα στον ξένο εργαζόμενο και τον Έλληνα, από ποιόν λαό θα αντλήσει το ηθικό δικαίωμα για να εναντιωθεί στην παραβίαση του εδραιωμένου, κατοχυρωμένου την τελευταία πεντηκονταετία κοινωνικού στάτους κβό του λαού;
Όταν το έθνος δεν αποτελεί το σταθερό θεμέλιο της οικονομίας και της πολιτικής διαπάλης, σε ποια ρευστή κοινωνική και φυλετική βάση επάνω, θα επιδιωχθεί οποιαδήποτε δημοκρατική πολιτική, κοινωνική ή οικονομική πρόοδος και κατάκτηση;
Ας αντιληφθούν λοιπόν όλοι οι κωλοτουμπίστες και μη πολιτικοί μας, εκείνοι που αλλάζουν αφέντες από την μια στιγμή στην άλλη σπεύδοντας να συνταχθούν με το εκάστοτε κυρίαρχο ρεύμα, της όποιας μισαλλοδοξίας, ή και της προδοσίας ακόμα, μα και εκείνοι που μένουν ψυχροί, αμετακίνητοι και απολιθωμένοι στο όνομα δήθεν της ιδεολογικής ορθοδοξίας τους, πως το μόνο διαχρονικό που επιζεί των εφήμερων κομματικών, ταξικών και ατομικών συμφερόντων, ασχέτως προσωπικών φιλοδοξιών, είναι το Έθνος.
Όποιος δεν νιώθει την εθνική συγγένεια με τον ανώνυμο ομόγλωσσο συμπολίτη του, με τον οποίο συμπλάσθηκε και συνδιαμορφώθηκε ο εγκέφαλος και η σκέψη του και δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να νιώσει την ευθύνη του προς το κοινωνικό σύνολο και τις μελλοντικές γενεές, δεν αξίζει να είναι πολιτικός.
Μπορεί η κομματοκρατία της δημοκρατίας να καλλιεργεί την μονοδιάστατη ταξική σκέψη και να εξασκεί τους πολιτικούς στην κατάπνιξη της εσωτερικής τους φωνής και αμφισβήτησης, την εθνική τους όμως συνείδηση δεν δικαιούται κανείς να την υποτάξει ποτέ, στην ομερτά της κομματικής σιωπής, ή να την εξαργυρώσει σαν τον Ιούδα για ίδιον όφελος.
Κι’ αν δεν θέλουν ή δεν μπορούν να βάλουν αυτήν την κόκκινη γραμμή στον εαυτό τους, ας αρχίσουν να μας μιλούν σαν τον πρωθυπουργό μας ,τον νύν και τον προηγούμενο, Αγγλικά, για να ξέρουμε πως σκέφτονται και να μην σκοντάφτουν πάνω στις βιαζόμενες στο στόμα τους περήφανες Ελληνικές λέξεις.
Και η επανάσταση του λαού ενάντια στην εξουσιαστική διαπλοκή κομμάτων, ΜΜΕ, κεφαλαιούχων, τραπεζών και Ευρωπαίων ψευτοεταίρων και δανειστών, πρέπει να σφυρηλατηθεί επάνω στην εθνική διαταξική και διακομματική κοινωνική αλληλεγγύη. Έτσι θα έχει διάρκεια, μια που η προσπάθεια των κυρίαρχων οικονομικά και στρατιωτικά κρατών στον σμικρυσμένο τεχνολογικά κόσμο μας, να επικυριαρχήσουν μέσω συμμαχιών, οικονομικών ενώσεων και διεθνιστικών ιδεολογιών επί των μικροτέρων και ασθενεστέρων, θα είναι συνεχής και αδιάλειπτος.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις