Κατ’ αρχάς, όπως δικαίως λέει ο μεταβατικός Πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, οι δανειστές μας δεσμεύονται σε ένα πολυετές πρόγραμμα
δανεισμού και φυσικό είναι να θέλουν μία εξασφάλιση πως οι λαοί που θα μας δανείζουν, θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Και γι’ αυτόν τον λόγο ζητούν η δέσμευση εκ μέρους των Ελλήνων πολιτικών να είναι και αυτή πολυετής. Και βεβαίως, ο δανεισμός εκ μέρους των κρατών – μελών και του ΔΝΤ θα είναι με χαμηλό επιτόκιο και δεν έχει καμία σχέση με το υπέρογκο και τοκογλυφικό επιτόκιο που ζητούν οι τράπεζες για την ανταλλαγή ομολόγων (PSI). Από την πλευρά του, τώρα, ο Αντώνης Σαμαράς έχει δίκαιο όταν λέει πως μία δική του προσωπική επιστολή δεσμεύει προσωπικά αυτόν τον ίδιο και όχι το κόμμα, διότι δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς εάν ο σημερινός Πρόεδρος της ΝΔ θα συνεχίσει να κατέχει τον θώκο αυτόν τα επόμενα χρόνια. Φυσικό είναι, ο σημερινός Πρόεδρος να μην μπορεί να δεσμεύσει τον διάδοχό του. Και φυσικά, το ίδιο ισχύει για την επιστολή Παπανδρέου, επειδή και στο ΠΑΣΟΚ έχουν αρχίσει οι εσωκομματικές διεργασίες και ενδεχομένως ο σημερινός Πρόεδρος να έχει αντικατασταθεί σε λίγο καιρό. Άρα, δεν υπάρχει κανένα όφελος για τους δανειστές μας από τις προσωπικές επιστολές.
Ως προς την ουσία, βεβαίως, οι δανειστές μας επιμένουν διότι θέλουν να ακολουθηθεί επί σειρά ετών η πολιτική που έχουν χαράξει και να μην γίνουν τροποποιήσεις. Πράγμα, που ο κ. Α. Σαμαράς δεν μπορεί να δεχθεί εύκολα διότι::
(α) έχει αποδειχθεί και συνειδητοποιηθεί από τους δανειστές μας ότι αυτή η ασφυκτική πολιτική δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα,
(β) έχει κατ’ επανάληψη τονίσει πως είναι απολύτως σύμφωνος με τον στόχο της δανειακής σύμβασης για τη δημοσιονομική εξυγίανση και τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά θα ήθελε να τροποποιηθούν ορισμένα μέτρα ώστε να ανακουφισθεί κάπως ο κόσμος, αλλά και να αρχίσει να κινείται η αγορά και
(γ) όπως δικαίως επεσήμανε μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του PSI και με τα τελικά αποτελέσματα του φετινού προϋπολογισμού (που δεν θα είναι γνωστά πριν από τον επόμενο Μάρτιο) θα αποφασισθεί αν θα πρέπει και ποια νέα μέτρα να εφαρμοσθούν, οπότε και θα ήθελε, εφόσον θα έχει κερδίσει τις εκλογές, να έχει τη δυνατότητα μιάς σοβαρής διαπραγμάτευσης.
Τώρα, εκείνο που έχει σημασία είναι το γιατί, εκτός των παραπάνω οικονομικοπολιτικών λόγων, η επιμονή των δανειστών μας έχει πάρει καθαρά εκβιαστικές διαστάσεις. Η απάντηση είναι:: επειδή έχουν χάσει παντελώς την εμπιστοσύνη τους μετά από 30 χρόνια παρουσία της Ελλάδας πρώτα στην ΕΟΚ και μετέπειτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρά το γεγονός ότι, στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων, στις Βρυξέλλες και στις πρωτεύουσες των κρατών –μελών είχαν σχηματίσει πάρα πολύ καλή εντύπωση από τους Έλληνες ευρωβουλευτές και διεθνείς υπαλλήλους, τον επαγγελματισμό τους, την εργατικότητά τους, τις ικανότητές τους, το φιλότιμό τους, σχημάτισαν με την πάροδο του χρόνου μία πολύ άσχημη εντύπωση για τη δημόσια διοίκηση, την αποτελεσματικότητά της, αλλά και από το πολιτικό προσωπικό. Έβλεπαν μία χώρα, η οποία, παρά τον ορυμαγδό των κοινοτικών πόρων που εισέρρεαν στα ταμεία της, δεν κατόρθωσε να παρουσιάσει έστω και την παραμικρή πρόοδο. Έβλεπαν ανικανότητα στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, έβλεπαν κατασπατάληση αυτών των κονδυλίων, έβλεπαν μία σχεδόν πλήρη αδιαφορία για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (δηλαδή των αποφάσεων που ελαμβάνοντο και με τη συμμετοχή της Ελλάδας), όπως για παράδειγμα η επί 15ετία περίπου αδιαφορία μας για τις παράνομες χωματερές, έβλεπαν την κωλυσιεργία μας σχετικά με την υιοθέτηση διατάξεων για να ικανοποιούνται διάφορα συντεχνιακά συμφέροντα, έβλεπαν μία συνεχή κακοδιαχείριση έως και κλοπή κοινοτικών πόρων, έβλεπαν την ανικανότητα εκσυγχρονισμού της διοίκησης παρά τα πάρα πολλά κοινοτικά κονδύλια για επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα, και διάφορα άλλα.
Επίσης, μετά την ένταξή μας στην ΟΝΕ, διαπίστωσαν πως είτε ήμασταν ανίκανοι, είτε δεν θέλαμε να εφαρμόσουμε επακριβώς τις διατάξεις για χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, για μείωση του χρέους και των ελλειμμάτων.
Μετά από όλα αυτά, ο κόμπος πλησίαζε πολύ κοντά στο χτένι. Και το έφτασε κατά τη διάρκεια της τελευταίας διετίας. Εκτός από το ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου και ειδικότερα ο τότε Υπουργός Γιώργος Παπακωνσταντίνου σχεδόν δεν διαπραγματεύθηκε καλλίτερους όρους για την πρώτη δανειακή σύμβαση, δημιουργώντας την εντύπωση ότι όλα όσα συμφωνήθηκαν θα εφαρμοσθούν, είδαν στην πράξη την πλήρη απροθυμία και ανικανότητα η κυβέρνηση να ακολουθήσει την πολιτική που είχε συμφωνήσει, την απροθυμία και ανικανότητα να εφαρμόσει όλα τα μέτρα, την απροθυμία και την ανικανότητα να αρχίσει μία ουσιαστική αλλαγή της δημόσιας διοίκησης.
Εάν προσπαθήσει να βρεθεί κάποιος στη θέση των δανειστών μας, είναι βέβαιο ότι θα αντιληφθεί πλήρως τη σημερινή τους στάση. Δεν έχουν πλέον εμπιστοσύνη. Και επειδή, με τα δικά μας λάθη, τη δική μας ολιγωρία, τα δικά μας προβλήματα, σήμερα τους ζητούμε να μας βοηθήσουν, δεν πρόκειται να μας δώσουν κάποιες λίγες χιλιάδες ευρώ για «να βγάλουμε τον μήνα». Μας δανείζουν δισεκατομμύρια, τα οποία προέρχονται από τα χρήματα των δικών τους φορολογουμένων πολιτών. Ε, κάποια διαβεβαίωση θέλουν και αυτοί να δώσουν στους πολίτες τους ότι δεν θα χαθούν τα χρήματά τους. Ας μην ξεχνούμε πως οι δανειστές μας πολιτικοί λογοδοτούν ενώπιον των λαών τους, Εδώ, δυστυχώς, έχουμε συνηθίσει οι πολιτικοί μας να είναι πάντοτε στο απυρόβλητο, χάρη, μεταξύ άλλων, και στον κύριο Ευάγγελο Βενιζέλο με τον περίφημο νόμο του περί ευθύνης Υπουργών.
ΣΝΕΒΕΜΠΕΤ
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις