Αλλά, ας ξεκινήσουμε από τον σημερινό Πρωθυπουργό.
Οι αιτίες είναι πολύ παλιές, από τότε που, ως πρωτότοκος υιός του Ανδρέα Παπανδρέου θέλησε -ή τον έσπρωξαν- να ασχοληθεί με την πολιτική. Ως υιός ενός δημεγέρτου -δημαγωγού θα έλεγαν πάρα πολλοί- αλλά χαρισματικού
πολιτικού, μάλλον θα είχε διαισθανθεί και αργότερα μάλλον θα συνειδητοποίησε, την βαριά κληρονομιά του ονόματος. Οπωσδήποτε θα πρέπει να είχε και την φιλοδοξία -ή να του την καλλιέργησε το οικογενειακό του περιβάλλον- να διαδεχθεί τον πατέρα του στην Προεδρία του ΠΑΣΟΚ, αλλά και στην Πρωθυπουργία της χώρας. Έφθασε, λοιπόν, η στιγμή που έλαβε το δακτυλίδι του διαδόχου από τον κ. Κ. Σημίτη στα τέλη του 2003. Και από τότε, αφενός για να δείξει ότι είχε «σύγχρονες» ιδέες και, αφετέρου, επειδή γνώριζε ότι δεν ήταν αρεστός σε όλο τον κομματικό μηχανισμό και, ιδίως, σε άλλους εσωκομματικούς δελφίνους, θέλησε να δείξει ένα «διαφορετικό» πρόσωπο, έναν νέο «πολιτικό πολιτισμό» και διοργάνωσε αυτήν τη δήθεν ψηφοφορία για την «εκλογή» του, παρόλο που γνώριζε πως ήταν ο μοναδικός υποψήφιος.
Στις αρχές της σταδιοδρομίας του ως Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ακολουθούσε μία ήπια αντιπολιτευτική τακτική, όμως μετά από περίπου έναν χρόνο, άρχισε να σκληρύνει τη στάση του, μάλλον πιεζόμενος από την πτέρυγα του σκληρού ή «γνήσιου» ΠΑΣΟΚ του πατέρα του. Κατά τα φαινόμενα και σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις και κάποια στοιχεία, τα οποία τελευταίως έρχονται στο φως της δημοσιότητας, η ριζική αλλαγή έγινε την εποχή που οι ΗΠΑ άρχισαν να εκνευρίζονται με τον κ. Κώστα Καραμανλή λόγω των ανοιγμάτων του τελευταίου προς την Ρωσία. Πολλοί θα υποστήριζαν ότι ήταν τότε που πήρε το «πράσινο φως», ή το «χρίσμα» από την Ουάσιγκτον. Βοηθούμενος και από τις συγκυρίες και σημαντικά γεγονότα, όπως οι πυρκαγιές του 2007, τα σκάνδαλα ή «σκάνδαλα» και την απροθυμία ή φοβία του κ. Κ. Καραμανλή, ακολούθησε μία αντιπολιτευτική πολιτική που γινόταν ολοένα και πιο δημαγωγική. Δημαγωγική ακόμη και όταν στα μέσα του 2009 είχε πληροφορηθεί από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και από άλλους ξένους παράγοντες, την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η οποία άρχισε να κλονίζεται κυρίως λόγω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε το 2008. Και ο κλονισμός προβλεπόταν να είναι ισχυρότατος βασικά επειδή η οικονομία μας στηριζόταν σε μία φούσκα και όχι σε πραγματική παραγωγή που έφερνε ανάπτυξη.
Είναι γνωστό πλέον ότι πολύ πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 είχε έλθει σε επαφή με τον Γενικό Διευθυντή του ΔΝΤ, όπως και με αμερικανικούς και άλλους ξένους παράγοντες για να «έχει μια ιδέα» πως θα αντιμετωπιζόταν το δημοσιονομικό μας πρόβλημα όταν θα ανελάμβανε την Πρωθυπουργία, πράγμα που ήταν βεβαιότατο. Κέρδισε, λοιπόν, τις εκλογές με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» και με υποσχέσεις, που ήξερε εκ των προτέρων ότι δεν θα τις τηρούσε.
Αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της χώρας ήταν φύσει αδύνατο να εφαρμόσει αμέσως την πολιτική που ήξερε ότι έπρεπε να ακολουθήσει. Επινοήθηκε, λοιπόν, ένα κάποιο «μαγείρεμα» στοιχείων και άρχισε η συνεχής καταγγελία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ως μόνης υπεύθυνης για τη δεινή κατάσταση των οικονομικών μας. Άρχισαν και οι εξεταστικές επιτροπές της Βουλής, που μόνον εξεταστικές δεν είναι, και η κοινή γνώμη δεν παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς και με προσοχή όλα όσα συνέβαιναν στο οικονομικό πεδίο και οπωσδήποτε δεν υπήρχε καμία πληροφόρηση για ΟΛΕΣ τις επαφές και το περιεχόμενό του, που είχε ο κ. Γ. Παπανδρέου ιδίως στα συχνά ταξίδια του στο εξωτερικό.
Κάποια στιγμή φθάσαμε στο περίφημο Μνημόνιο. Ελπίζεται ότι ο Πρωθυπουργός πίστευε πραγματικά ότι με το Μνημόνιο η χώρα θα μπορούσε να πατήσει στα δικά της πόδια σταθερά μετά από 3 ή 4 χρόνια.
Η τακτική, όμως, που ακολούθησε, με την εμφάνιση ενός διογκωμένου δημοσιονομικού ελλείμματος, με την καθυστέρηση λήψης μέτρων, με τη ηθελημένη ή αθέλητη διεθνή διαπόμπευση της Ελλάδος, είχε σαν αποτέλεσμα τη συνεχή αύξηση των spread και των ασφαλίστρων κινδύνου για τα ελληνικά ομόλογα, άρα με την συνεχή άνοδο των τόκων. Επιπλέον, φάνηκε ότι δεν είχε τη δύναμη να τιθασεύσει τους Υπουργούς του, αρκετοί από τους οποίους δεν ήσαν πρόθυμοι να εφαρμόσουν πλήρως το πρόγραμμα που είχε συμφωνηθεί με τους δανειστές μας, δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να τιθασεύσει τους πανίσχυρους συνδικαλιστές, δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει τον δημοσιοϋπαλληλικό μηχανισμό, αλλά ούτε και να καταστείλει τη διαφθορά και τη διαπλοκή που υπάρχει και ευδοκιμεί μέσα στον μηχανισμό και σε πολλούς που συνεργάζονται μαζί του, δεν κατόρθωσε να αρχίσει την πάταξη της μεγαλο-φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να προχωρήσει σε καταργήσεις και συγχωνεύσεις φορέων και σε αποκρατικοποιήσεις, δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να ελαχιστοποιήσει τις δαπάνες (μισθολογικές και λειτουργικές) του Δημοσίου, με την άρνηση να διατηρηθούν αρκετές δημόσιες επενδύσεις για να κινείται κάπως η αγορά, με την πλήρη ανυπαρξία προσπαθειών για να υπάρξει ανάπτυξη και πολλά άλλα.
Όλα αυτά συσσωρεύθηκαν, η πολιτική του να αυξήσουμε τα έσοδα μόνον με την επιβολή φόρων και εκτάκτων εισφορών δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Η χώρα βυθίστηκε σε βαθιά κρίση, με την κοινωνία να δυσανασχετεί και να αντιδρά έντονα στα δυσβάστακτα μέχρι και εξοντωτικά μέτρα, με τις διάφορες συντεχνίες και συνδικαλιστικές συντροφίες να «μάχονται» με εντελώς αντιδημοκρατικές μεθόδους (και δεν εννοούνται ως αντιδημοκρατικές οι απλές απεργίες, αλλά οι καταλήψεις, τα κλεισίματα δρόμων, οι καταστροφές, κλπ.) και με την οικονομία να καταβαραθρώνεται σε μία διογκούμενη ύφεση.
Έτσι φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση με τους δανειστές μας να μην έχουν απολύτως καμία εμπιστοσύνη πλέον στην κυβέρνηση, να της υπαγορεύουν και να την υποχρεώνουν «επί ποινή θανάτου» να ακολουθήσει τις οδηγίες τους και με τις αποφάσεις για την τύχη της χώρας να λαμβάνονται ερήμην του Πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του.
Επειδή προσωπικά δεν θέλω να θεωρώ ότι ο κ. Γ. Παπανδρέου δεν βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση διότι ενδεχομένως να ακολουθεί ένα προδιαγεγραμμένο σχέδιο, οπότε, αδιαφορεί, σκέπτομαι ότι μάλλον αισθάνεται τύψεις, αλλά και φόβο για το πού μπορούν να οδηγήσουν οι μέχρι σήμερα άστοχοι, ερασιτεχνικοί και εσφαλμένοι χειρισμοί του. Δεν μπορεί να αισθάνεται άνετα και φοβούμαι ότι λειτουργεί συνεχώς μέσα σε ένα αφόρητο άγχος. Γι’ αυτό αμφιβάλλω ότι υπάρχει έστω και ένας Έλληνας που θα ήθελε να βρίσκεται στη σημερινή κατάστασή του, αλλά και θέση του. Ακόμη και εάν ενεργεί βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, πάλι κανείς δεν θα ήθελε να είναι στην θέση του γιατί θα έπρεπε να σκέπτεται τώρα πού θα κρυφτεί όταν όλα τελειώσουν.
Αναφορικά με τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά.
Τα μέχρι στιγμής γνωστά στοιχεία δείχνουν ότι ο μόνος του «οδηγός» στη δημόσια ζωή του ήταν η υπέρμετρη φιλοδοξία του και η ασυγκράτητη αλαζονεία του. Από την εποχή που ήταν φοιτητής. Η αναρρίχησή του άρχισε από την εποχή που «συγγένευσε» με τον πεθερό του κ. Μπακατσέλο. Και βοηθούντων ορισμένων ισχυρών ΜΜΕ καθιερώθηκε στο ΠΑΣΟΚ και στην πολιτική σκηνή. Αυτή η «συγγένεια», η ευστροφία του, όπως και η ευφράδειά του, τον καθιέρωσαν σαν έναν από τα ισχυρά στελέχη του Κινήματος, σαν έναν αδιαμφισβήτητο «Θεσσαλονικάρχη» και, τελικά, σαν έναν δελφίνο για την ηγεσία και, άρα, την εξουσία.
Αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Οικονομικών μάλλον πίστευσε ότι με τις διαπραγματευτικές ικανότητές του, την εξυπνάδα του και τις γνώσεις του θα έφερνε εις πέρας ένα δυσχερέστατο έργο, που δικαιωματικά θα του άνοιγε διάπλατα την πόρτα στη διαδοχή του Πρωθυπουργού. Και μάλλον δεν του πέρασε από τον νου ότι ο κ. Γ. Παπανδρέου μπορεί και να τον έκανε Αντιπρόεδρο και Υπουργό Οικονομικών για να τον «κάψει». Τελευταία, όμως, φαίνεται ότι ο κ. Ε. Βενιζέλος συνειδητοποίησε πως ούτε ιδιαίτερες διαπραγματευτικές ικανότητες έχει, ούτε το αλαζονικό μέχρι και δικτατορικό του ύφος, ούτε οι «νουθετικές» διαλέξεις του σε δημοσιογράφους, βουλευτές και κοινή γνώμη τον έχουν βοηθήσει ή τον βοηθούν κυρίως στην επίτευξη των φιλόδοξων στόχων του. Ήδη άρχισε να παίρνει σιγά – σιγά τις αποστάσεις του, ωσάν αυτός να μην είναι συνυπεύθυνος για τα όσα συμβαίνουν. Στην «χειμαρρώδη» συνέντευξή του στον Γιάννη Πρετεντέρη, βοηθούντος βεβαίως και του τελευταίου, ήταν περισσότερο από σαφής. Αφού είπε ότι ήταν τιμή που του εμπιστεύθηκε το Υπουργείο Οικονομικών ο κ. Γ. Παπανδρέου και πως αυτός θα έκανε ό,τι περνά από το χέρι του για να σεβασθεί αυτήν την τιμή, υπογράμμισε «αλλά, η ευθύνη διαμόρφωσης της κυβέρνησης και της πολιτικής και στρατηγικής είναι ευθύνη του Πρωθυπουργού». Δηλαδή αυτός είναι ο απλός στρατιώτης, που ακολουθεί εντολές.
Δεν πιστεύω ότι χρειάζονται περισσότεροι λόγοι για έναν άνθρωπο σαν τον κ. Ε. Βενιζέλο να μην αισθάνεται καθόλου άνετα στην καρέκλα που κάθεται. Και οπωσδήποτε κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν θα ήθελε να είναι ο δακτυλοδεικτούμενος «χασάπης» μισθών, συντάξεων και εισοδημάτων, που μάλιστα, στηρίζεται στην προχειρότητα της εύκολης λύσης και ούτε που σκέπτεται να βρει άλλους τρόπους (πάταξη φοροδιαφυγής, ελαχιστοποίηση λειτουργικών δαπανών, κλπ.) για τη μείωση των ελλειμμάτων. Και φυσικά, ακόμη πιο ισχυρή θα ήταν η απροθυμία να βρίσκεται στην θέση του Υπουργού Οικονομικών ένα υπερφιλόδοξο άτομο όπως αυτός.
ΣΝΕΒΕΜΠΕΤ
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις