|
Ρας Ταφάρι με Παύλο Κουντουριώτη και Αρχιεπίσκοπο Διονύσιο Α΄ |
γράφει ο Φιλίστωρ (αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Μπογδάνο!)
Το χρονικό της επίσκεψης του Αιθίοπα διαδόχου στην Ελλάδα
Η επίσημη επίσκεψη του Ρας Ταφάρι - Μακονέν, διαδόχου του θρόνου της
Αβησσυνίας, στην Αθήνα έγινε στις 19 Αυγούστου 1924. Η υποδοχή των
Ελλήνων υπήρξε αποθεωτική: ήδη στο Φάληρο όταν κατέφθασε το βασιλικό
ατμόπλοιο, βρίσκονταν στην προκυμαία ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος
Κουντουριώτης και ο Πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης. Ακολούθησε
δοξολογία (ο Ρας Ταφάρι ήταν χριστιανός) και επίσημο γεύμα στο κυβερνείο
όπου ο Κουντουριώτης
παρασημοφόρησε όλους τους Αιθίοπες επισήμους που
συμμετείχαν στην αποστολή. Την επομένη, ο Ταφάρι επισκέφθηκε μουσεία και
Αρχαιολογικούς χώρους στην Αθήνα, την Ακρόπολη και μετά τίμησε με την
παρουσία του αγώνες στίβου που έγιναν προς τιμήν του στο Παναθηναϊκό
στάδιο. Στον χώρο υπήρχαν τιμητικά αγήματα όλων των μονάδων που
στρατωνίζονταν στην Αθήνα, ενώ η μουσική της δημοκρατικής φρουράς
παιάνιζε εμβατήρια κατά την διάρκεια της τελετής. Η συμμετοχή του κόσμου
ήταν αξιοσημείωτη, καθώς σε όλες τις επισκέψεις του Ρας Ταφάρι αλλά και
στις κερκίδες του Παναθηναϊκού σταδίου η παρουσία του κόσμου ήταν
ογκώδης και ιδιαίτερα ενθουσιώδης.
Σε ειδική τελετή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, οι ρήτορες έπλεξαν το εγκώμιο
του διαδόχου υπενθυμίζοντας τους Ιστορικούς δεσμούς των δύο λαών που
εγκαινιάστηκαν 16 αιώνες πριν, που έχουν να κάνουν κυρίως με την διάδοση
του Χριστιανισμού από την Αλεξάνδρεια. Ο Ταφάρι έπλεξε το εγκώμιο του
Αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού και ευχαρίστησε όλους τους Έλληνες για την
ομολογουμένως εξαιρετική υποδοχή που του έκαναν. Κατά την επίσκεψη του
σε Φιλανθρωπικά ιδρύματα δώρισε 100.000 δρχ, ενώ επισκέφθηκε και τους
προσφυγικούς καταυλισμούς των Αθηνών και δώρισε 300 βόδια από την
πατρίδα του ως μια ελάχιστη συμβολή στην αποκατάσταση τους. Η Ελληνική
κυβέρνηση αποδέχτηκε το δώρο του διαδόχου και για να τον τιμήσει του
διέθεσε ένα ατμόπλοιο για το ταξίδι της επιστροφής.
Το οικονομικό σκάνδαλο των 300ων βοδιών
Μόλις 1,5 μήνα μετά η κυβέρνηση Σοφούλη - η αποκαλούμενη ευφυώς των
"θερινών διακοπών"- έπεσε και αντικαταστάθηκε από κυβέρνηση υπό τον
Ανδρέα Μιχαλακόπουλο στηριζόμενη από έναν συνασπισμό κομμάτων. Η νέα
κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να οργανώσει την μεταφορά των βοδιών από την
Αιθιοπία στην Ελλάδα. Το ζήτημα όμως που έμοιαζε διαδικαστικό εξελίχθηκε
σε ένα ακόμη μικρό οικονομικό σκάνδαλο, ένα από τα πολλά που ταλάνιζαν
εκείνη την εποχή την Ελληνική κοινωνία (είχαν προηγηθεί σκάνδαλα στην
διάθεση κονδυλίων στους πρόσφυγες, αλλά και μεγάλα σκάνδαλα με τις
στρατιωτικές προμήθειες). Το πρώτο ζήτημα που ανέκυψε ήταν με το τίμημα
της μεταφοράς, καθώς το Ελληνικό δημόσιο πλήρωσε 2000 λίρες για την
μεταφορά των βοδιών. Η κυβερνητική θέση όπως εκφράστηκε από τον υπουργό
Εθνικής Οικονομίας ήταν ότι η δεύτερη χαμηλότερη προσφορά ήταν 3000
λίρες, θέση όμως που δεν ακούστηκε ιδιαίτερα πειστική, καθώς τα ναύλα
αυτά έμοιαζαν εκτός πραγματικότητας.
Ακόμη χειρότερα όμως, οι Ελληνικές αρχές δεν είχαν εφοδιάσει το
ατμόπλοιο με τα χρήματα που χρειάζονταν για τα διόδια της διώρυγας του
Σουέζ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ένα ταξίδι 8 ημερών να διαρκέσει 30, με
αποτέλεσμα το κράτος να επιβαρυνθεί με πρόσθετα ημερομίσθια, καύσιμα και
άλλα έξοδα. Επειδή το πλοίο δεν μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι του από
την Αίγυπτο, το Ελληνικό δημόσιο έστειλε μήνυμα στις αρχές της διώρυγας
ζητώντας να μας χαρίσουν το αντίτιμο των διοδίων, αίτημα που δεν έγινε
δεκτό. Τελικώς η Ελληνική κυβέρνηση έστειλε τα χρήματα στην Αίγυπτο και
το ταξίδι ολοκληρώθηκε. Όταν όμως τα βόδια ξεφορτώθηκαν και εξετάστηκαν
από κτηνιάτρους, κρίθηκε πως δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις
κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας. ΄Ετσι η κυβέρνηση πούλησε τα βόδια
προφανώς σε ιδιαίτερα χαμηλό τίμημα που δεν γνωστοποιήθηκε ποτέ και τα
χρήματα από την πώληση τα διέθεσε υπέρ των προσφύγων.
Η συζήτηση της επερώτησης Φραγκουδή
στην Εθνοσυνέλευση και μια ειλικρινής απάντηση πληρεξουσίων επίκαιρη για
όλες τις εποχές του Ελληνικύ κράτους
|
Ανδρέας Μιχαλακόπουλος |
Όλες οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το θέμα προέρχονται από την
επερώτηση του βουλευτή Γεώργιου Φραγκουδή, η οποία αναπτύχθηκε σε μερικά
σημεία της στην συνεδρίαση της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης στις 13 Μαΐου. Οι
απαντήσεις του Πρωθυπουργού Μιχαλακόπουλου που ήταν εμφανώς
απροετοίμαστος, δεν ήταν καθόλου πειστικές. Έτσι και αλλιώς στο δίμηνο
Απριλίου - Μαΐου η κυβέρνηση ακολουθούσε μια τακτική αποφυγής συζητήσεων
και απαντήσεων στην Εθνοσυνέλευση, οπότε η επερώτηση του Φραγκουδή δεν
απαντήθηκε ποτέ, καθώς λίγες εβδομάδες μετά ήρθε ο "γύψος" του Πάγκαλου.
Στην ρητορική ερώτηση του Φραγκουδή ποιός ευθυνόταν για τα λάθη, τις
παραλλείψεις και την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος τα πρακτικά της
Δ΄ Εθνοσυνέλευσης εμπεριέχουν την δια βοής απάντηση πολλών πληρεξουσίων
της.
-Κανείς!
Τελειώνοντας το σύντομο αυτό άρθρο δυό λόγια για τον Γεώργιο Φραγκουδή,
πρόσωπο όχι ιδιαίτερα γνωστό σήμερα. Ο Γεώργιος Φραγκουδής υπήρξε μια
ισχυρή πολιτική προσωπικότητα της εποχής. Καταγόταν από την Λεμεσό της
Κύπρου με λαμπρές σποδές στην Γαλλία συμπαρατάχθηκε με τον Βενιζελισμό.
Το 1923 εκλέχθηκε πληρεξούσιος της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης στην οποία
διακρίθηκε για τις γνώσεις του και την ευθικρισία του αλλά και για τον
πολιτικό του φανατισμό κατά των βασιλοφρόνων (είχε ζητήσει με ψήφισμα να
ανατραπεί η στήλη που είχε ανεγερθεί στο σημείο που είχε δολοφονηθεί ο
Ίων Δραγούμης). Είναι επίσης γεγονός ότι υποστήριξε την "επανάσταση του
1922" αλλά και την γενικότερη παρεμβατικότητα του στρατού στην πολιτική
την εποχή εκείνη. Ανέλαβε πολλές πρωτοβουλίες για την βελτίωση των άλιων
συνθηκών ζωής των προσφύγων στην Καλλιθέα, εργάστηκε με αυταπάρνηση για
μια λύση του Κυπριακού, αλλά η μεγαλύτερη του επιτυχία ήταν η
δημιουργία του Παντείου Πανεπιστημίου. Με πολλά ταξίδια του στο
εξωτερικό και στις πλούσιες Ελληνικές παροικίες κατάφερε να μαζέψει από
εισφορές το μεγάλο ποσό των 7.000.000 δρχ χάρις το οποίο διέθεσε για το
κτήριο του πανεπιστημίου και την επίπλωση του.
Επίμετρον Πρώτο
Ο διφορούμενος Ρας Ταφάρι Μακόνεν η Χαϊλέ Σελασιέ ο Α΄
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ταφάρι Μακόνεν (γνωστός και ως Ρας Ταφάρι)
και γεννήθηκε στο χωριό Εδζέρσα Γκόρο, κοντά στο Χαράρ. Ήταν γιος του
Ρας Μακόνεν, κυβερνήτη της επαρχίας του Χαράρ, εμπίστου συμβούλου και
εξαδέλφου του αυτοκράτορα Μενελίκ Β'.Eκπαιδεύτηκε από Γάλλους καθολικούς
ιεραπόστολους και ήταν στο θρήσκευμα Χριστιανός Ορθόδοξος της
Αιθιοπικής Εκκλησίας. Στα τέλη του 1910 με αρχές του 1911 ορίστηκε
κυβερνήτης του Χαράρ, αλλά το καλοκαίρι του 1916 ο τότε διάδοχος Λιτζ
Ιάσου τον μετακίνησε στην λιγότερο σημαντική επαρχία της Κέφα. Ωστόσο,
αργότερα την ίδια χρονιά, κατόρθωσε κι έγινε αντιβασιλιάς και
ανακηρύχθηκε διάδοχος της αυτοκράτειρας Ζαουντίτου, κόρης του Μενελίκ
Β', υποσκελίζοντας τον Ιάσου. Το 1928 στέφθηκε βασιλιάς (Νεγκούς) και το
1930, αμέσως μετά το θάνατο της Ζαουντίτου, αυτοκράτορας (Νεγκούσα
Νεγκούστ, δηλ. Βασιλεύς των Βασιλέων).Mε την άνοδό του στον
αυτοκρατορικό θρόνο, ο Χαϊλέ Σελασιέ έγινε ο τελευταίος ηγεμόνας μιας
δυναστείας που θεωρούσε πως έλκει την καταγωγή της στα βιβλικά χρόνια,
από το Σολομόντα και τη Βασίλισσα του Σαβά.
Το 1924 κήρυξε την κατάργηση της δουλείας και το 1931 παραχώρησε στη
χώρα το πρώτο Σύνταγμα. Προχώρησε, επιπλέον, σε αναμόρφωση κι
εκσυγχρονισμό της αιθιοπικής κοινωνίας και του κρατικού μηχανισμού με
σειρά δημοσίων έργων, ίδρυση νέων υπουργείων, κεντρικής τράπεζας και
ταχυδρομείων, κοπή νέου νομίσματος κ.λπ. Κατηγορήθηκε πάντως ότι ο
τρόπος ανάρρησης του στον Θρόνο υπήρξε μεμπτός, για υπερβάλλοντα
πλουτισμό του ιδίου και της οικογένειας του, για την αδυναμία του να
λύσει το επισητιστικό πρόβλημα της Αιθιοπίας, αλλά και για τον πόλεμο
που εξαπέλυσε κατά της Ερυθραίας που επιζητούσε την ανεξαρτησία της.
Εισήγαγε την Αιθιοπία στην Κοινωνία των Εθνών το 1923 και στον Οργανισμό
Ηνωμένων Εθνών, ενώ υπήρξε επίσης πρωτεργάτης της ίδρυσης του
Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας το 1963, με έδρα την Αντίς Αμπέμπα.
Εκδιώχθηκε από τους Ιταλούς του Μουσολίνι μετά την κατάκτηση της
Αιθιοπίας τον Μάιο του 1936. Toν επόμενο μήνα, εκφώνησε από το βήμα της
συνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών στη Γενεύη τον ιστορικό λόγο του
ενάντια στην αποικιοκρατία, την επιθετικότητα των Ιταλών και την
εγκληματική χρήση χημικών όπλων πάνω στον άμαχο πληθυσμό από τους
εισβολείς. Τον Ιανουάριο του 1941 ηγήθηκε των συμμαχικών δυνάμεων που
εισέβαλαν στην Αιθιοπία και στις 5 Μαΐου του ίδιου χρόνου εισήλθε στην
πρωτεύουσα, θέτοντας τέλος στην ιταλική φασιστική κατοχή της χώρας του. Η
αρχική στάση του έναντι των Ιταλών τον ανέδειξε σε παγκόσμιο σύμβολο
αντίστασης και το αμερικανικό περιοδικό Time τον ανακήρυξε "Άνθρωπο της
χρονιάς" για το 1935. Το Σεπτέμβριο του 1974 ανατράπηκε από
φιλοσοβιετικό στρατιωτικό πραξικόπημα, μετά από μια διαδικασία ανταρσιών
που είχαν ξεκινήσει από το Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου, σε μια περίοδο
που ο λιμός και τα αυξανόμενα επίπεδα ανεργίας αποτελούσαν κυρίαρχα
προβλήματα της χώρας. Πέθανε τον Αύγουστο του 1975 και σύμφωνα με
επίσημες πηγές ο θάνατός του προήλθε από φυσικά αίτια, ωστόσο υπάρχουν
σοβαρές ενδείξεις πως στραγγαλίστηκε με διαταγή της στρατιωτικής
κυβέρνησης.
Επίμετρον Δεύτερο
Η θρησκεία του Ρασταφαρισμού !
Κατά ένα περίεργο ιστορικό παράδοξο, αμέσως μετά την ενθρόνιση του Σελασιέ,
το 1930, το περιοδικό ΤΙΜΕ
αφιέρωσε δύο άρθρα στο γεγονός, που
συνοδεύονταν από φωτογραφίες του μαύρου αυτοκράτορα. Τα εν λόγω άρθρα,
ενώ πέρασαν απαρατήρητα παγκοσμίως, προκάλεσαν κυριολεκτικά σεισμό στην
Τζαμάικα,
όπου το κίνημα του παν-αφρικανισμού του Μάρκους Γκάρβεϊ ασκούσε έντονη
επιρροή στον ντόπιο πληθυσμό. Οι φωτογραφίες έδειχναν τον Αφρικανό
βασιλιά με τη μεγάλη στολή και τοπικοί καλλιτέχνες τις αντέγραψαν κατά
δεκάδες, για να τοποθετηθούν σε πλατείες και σπίτια. Ο Σελασιέ, ως Ρας
Ταφάρι, θεωρήθηκε επισήμως μετενσάρκωση του Ιησού και απευθείας απόγονος
της δωδέκατης φυλής του Ισραήλ και, με βάση το προφητικό βιβλίο της
Αποκάλυψης, της Καινής Διαθήκης, ο Μεσσίας που θα οδηγήσει τους λαούς
της Αφρικής και της αφρικανικής διασποράς στη Σιών και την ελευθερία. Ο
ίδιος ο Χαϊλέ Σελασιέ δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, ώσπου τον επισκέφθηκε
μια αντιπροσωπεία ρασταφαριανών στο Μπαθ το 1936, για να του εκφράσει
τη λατρεία των Τζαμαϊκανών στο πρόσωπό του.
Ο έκπληκτος αυτοκράτορας υποσχέθηκε να επισκεφθεί κάποτε τους πιστούς
του ακολούθους στην Καραϊβική, αλλά λόγω του πολέμου και των προβλημάτων
της επιστροφής του στον θρόνο της Αιθιοπίας, η επίσκεψη στην Τζαμάικα
θα αργούσε τριάντα χρόνια.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις