Δείκτες
|
Ισημερινός
|
Ελλάδα
|
|
|
|
Ονομαστικό ΑΕΠ
|
65,3
|
290,0
|
ΑΕΠ κατά
αγοραστική αξία (ΡΡΡ)
|
124,8
|
285,0
|
ΑΕΠ κατά
κεφαλή σε $
|
8.300
|
27.600
|
Γεωργία / ΑΕΠ
|
6,5%
|
3,3%
|
Βιομηχανία /
ΑΕΠ
|
34,6%
|
17,9%
|
Υπηρεσίες /
ΑΕΠ
|
58,9%
|
78,9%
|
Εργαζόμενοι
|
4.673.000
|
4.972.000
|
Ανεργία
|
7,5%
|
21,0%
|
Δημόσιο
χρέος / ΑΕΠ
|
25,5%
|
*168,0%
|
Έλλειμμα
προϋπολογισμού (5,7% / 9,6% ΑΕΠ)
|
-3,7 δις $
|
-29,9 δις $
|
Πληθωρισμός
|
4,7%
|
2,9%
|
Εμπορικό
έλλειμμα
|
-0,04 δις $
|
-39,15 δις $
|
Φόροι και άλλα
έσοδα / ΑΕΠ
|
28,5%
|
39,6%
|
>>> Μην με παρεξηγήσετε >>> αλλά ο τρόπος παρουσίασης από τα ΜΜΕ >>> του πολέμου στην Ουκρανία και των επιπτώσεών του >>> θυμίζει τηλεοπτική εκπομπή, με τοποθέτηση προϊόντος >>> και το προϊόν είναι το αμερικανικό LNG >>> το "καλό", το ακριβό, το αμερικάνικο LNG....
__________________________________________________________________________________________________
__________________________________________________________________________________________________
Δευτέρα 2 Απριλίου 2012
Το επαχθές χρέος
Πως η χώρα
του Ισημερινού , αφού διέγραψε μέρος του δημοσίου χρέους της, ακολουθώντας την
πολιτική λιτότητας του ΔΝΤ και υιοθετώντας το δολάριο, χρεοκόπησε λίγα χρόνια
αργότερα – χάνοντας την πρόσβαση στις αγορές, αλλά βρίσκοντας δάνεια από την
Κίνα
“Ο
Ισολογισμός της Ελλάδας, όπου στη μία πλευρά του (Παθητικό) είναι το δημόσιο
χρέος, ενώ στην άλλη (Ενεργητικό) η τεράστια ακίνητη περιουσία
του δημοσίου, οι
κρατικές επιχειρήσεις, ο υπόγειος πλούτος και οι γερμανικές επανορθώσεις, είναι πολύ περισσότερο «πλεονασματικός», από όλες τις
άλλες χώρες – αρκεί φυσικά να υπάρξει μία υπερήφανη πολιτική
ηγεσία, η οποία να έχει την ικανότητα και την επάρκεια να τον απεικονίσει σωστά, διαπραγματευόμενη θαρραλέα και
ορθολογικά με τους δανειστές της.
Από την άλλη
πλευρά, έχοντας (ακόμη) ένα από τα μικρότερα συνολικά χρέη (δημόσιο και
ιδιωτικό) στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα είναι σε θέση να ανταπεξέλθει με όλες τις
υποχρεώσεις της – αφού το δημόσιο χρέος, αντίθετα με το ιδιωτικό, είναι πολύ
εύκολα διαχειρίσιμο, όπως έχουμε συχνά τεκμηριώσει (αρκεί φυσικά να μην οδηγηθεί η χώρα στην πυρά, καταδικαζόμενη από τους
δανειστές της στην ύφεση, με στόχο τη λεηλασία της – σε μία οδύνη δηλαδή χωρίς τέλος).
Η λύση είναι
προφανώς η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δημοσίων χρεών, με ένα χαμηλό επιτόκιο, χωρίς
νέο δανεισμό και σε συνδυασμό με ένα σχέδιο ανάπτυξης της οικονομίας της – έτσι ώστε να κατανεμηθεί σωστά το
συνολικό χρέος της Ελλάδας, μεταξύ του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, καθώς
επίσης να υπάρξει «κάθαρση» του ευρύτερου πολιτικού σκηνικού. Φυσικά οφείλει να συσταθεί άμεσα μία επιτροπή,
για να ελεγχθεί λογιστικά το δημόσιο χρέος – με στόχο να γνωρίζουν ακριβώς οι Πολίτες της τι χρωστάει η πατρίδα τους,
με ποια επιτόκια δανείσθηκε και που χρησιμοποιήθηκαν τα δάνεια, τα οποία πήραν
διαχρονικά οι κυβερνήσεις τους”.
Ανάλυση
Ο Ισημερινός (Ecuador), με κριτήριο το κατά κεφαλήν εισόδημα στη βάση
της αγοραστικής δύναμης, ήταν η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής –
ενώ διακρινόταν
ανέκαθεν από μεγάλες οικονομικές ανισότητες, μεταξύ πλουσίων και φτωχών (το ανώτερο 20% κατείχε το 58% του
εθνικού εισοδήματος, όταν το κατώτερο 40% του πληθυσμού μόλις το 11%).
Έχει πληθυσμό 14
εκ. ατόμων, με μέση ηλικία τα 23 έτη, όπου το 40% είναι κάτω των 15 ετών (μόλις
το 5% έχει ηλικία άνω των 65 ετών, λόγω της μεγάλης θνησιμότητας). Οι
συνολικές εξαγωγές της χώρας είναι σήμερα περίπου 23,54 δις $, εκ των οποίων το
μεγαλύτερο μέρος αφορά το πετρέλαιο. Το εξωτερικό χρέος του Ισημερινού
υπολογίζεται στα 19,62 δις $ (εκτιμήσεις 2011), με κυριότερο δανειστή, μετά την
πρόσφατη ανεξέλεγκτη χρεοκοπία του (2008), την Κίνα.
Η ΚΡΙΣΗ
ΤΟΥ 1998
Μετά από μία
σειρά διαδοχικών οικονομικών σοκ (πόλεμος με το Περού το 1995, El Nino το 1997, ρωσική και ασιατική κρίση το 1997-98),
καθώς επίσης μετά από τις πολύ χαμηλές τιμές του πετρελαίου, το εξωτερικό χρέος
του Ισημερινού διαμορφώθηκε στα 13 δις $ - ένα αρνητικό ρεκόρ για τη Λατινική Αμερική, αφού
ήταν πάνω από το 66% επί του τότε ΑΕΠ. Αμέσως μετά (1998) ακολούθησε μία μεγάλη
τραπεζική και συναλλαγματική κρίση, αρκετά
ιδρύματα χρεοκόπησαν, ενώ η κεντρική τράπεζα αύξησε (τύπωσε) την ποσότητα χρήματος, για να
μπορέσει να σταθεροποιήσει κάπως το χρηματοπιστωτικό σύστημα – με αποτέλεσμα να ακολουθήσει μία
τεράστια υποτίμηση του νομίσματος (Sucre).
Στη συνέχεια η
κεντρική τράπεζα προσπάθησε, με εκτεταμένες συναλλαγματικές παρεμβάσεις, να
περιορίσει την υποτίμηση του νομίσματος – αφενός μεν χωρίς επιτυχία, αφετέρου
χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων της. Ως εκ τούτου, ο Ισημερινός βυθίστηκε για δύο χρόνια σε
ένα απίστευτο οικονομικό χάος – με τον πληθωρισμό να υπερβαίνει το 60% το 1999,
πλησιάζοντας σχεδόν
στο 100% το 2000. Το
εθνικό νόμισμα της χώρας υποτιμήθηκε κατά 30% το 1998, καθώς επίσης 67% το
επόμενο έτος, χάθηκε η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές δανεισμού, ενώ στο εσωτερικό αναγκάσθηκε η κυβέρνηση να
παγώσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς, για να στηρίξει τις τράπεζες, οι οποίες κατέρρεαν.
Τελικά η
κεντρική τράπεζα έχασε τον έλεγχο σε όλα τα μέτωπα – στον πληθωρισμό, στην
ισοτιμία του νομίσματος και στην ποσότητα χρήματος. Το αποτέλεσμα ήταν να
καταρρεύσει δραματικά το ΑΕΠ, από τα 20 δις $ το 1998 στα 14 δις $ το 1999
(-30%) σε όρους δολαρίου (με κριτήριο το εθνικό νόμισμα, κατά -6,2%). Ο αριθμός των φτωχών
διπλασιάστηκε, από 34% στο 71%, ενώ ο αριθμός των υπερβολικά φτωχών σχεδόν
τριπλασιάστηκε (από 12% στο 31%). Σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, μετανάστευσαν
περίπου 200.000 Πολίτες μεταξύ των ετών 1998 και 2000, κυρίως στις
Η.Π.Α., στην Ιταλία και στην Ισπανία, ενώ το
δολάριο
έγινε το de facto σημαντικότερο νόμισμα της χώρας.
Η υποτίμηση του
νομίσματος επιβάρυνε σε μεγάλο βαθμό τους καταναλωτές, αφού τα εισαγόμενα
προϊόντα έγιναν υπερβολικά ακριβά, οι δημόσιες υπηρεσίες κατέρρευσαν, ενώ οι
κρατικές δαπάνες για την παιδεία, για την υγεία, για την κατασκευή εργατικών
κατοικιών κλπ. σχεδόν μηδενίσθηκαν.
Η
ΔΟΛΑΡΙΟΠΟΙΗΣΗ
Στις 9
Ιανουαρίου του 2000 ο πρόεδρος της χώρας ανακοίνωσε τη δολαριοποίηση – με τη
συμφωνία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Δώδεκα ημέρες αργότερα αναγκάσθηκε να
παραιτηθεί από την εξουσία, μετά από μία κοινωνική εξέγερση, με τη συμμετοχή ενός μέρους του στρατού. Εν τούτοις, δεν άλλαξε τίποτα στον τρόπο διαχείρισης
της κρίσης, τον οποίο είχε επιλέξει ο ίδιος, αφού ο αντικαταστάτης του (ο τότε
αντιπρόεδρος και βασικός «ανταγωνιστής» του στις εκλογές του 1998), ανακοίνωσε
τη συνέχεια της οικονομικής πολιτικής λιτότητας ως είχε.
Ο Ισημερινός
λοιπόν, πάντοτε με τη βοήθεια του ΔΝΤ, κατέθεσε μία πρόταση διαγραφής προς τους ξένους
δανειστές του, από συνολικά έξι μέρη (tranches), με ομόλογα
λήξης μεταξύ των ετών 2002 και 2025. Αφορούσε 6,51 δις $ (το 47% περίπου του τότε ΑΕΠ ή το 50% του
εξωτερικού χρέους), με διαγραφές μεταξύ 19% και 47% (κατά μέσον όρο 27,4%) –
ενώ έγινε αποδεκτή από το 98% των οφειλετών του.
Η
«δολαριοποίηση» τώρα, έτσι όπως εφαρμόσθηκε, δεν σήμαινε για τον Ισημερινό τη
σύνδεση του νομίσματος του με το δολάριο, όπως είχε κάνει η Αργεντινή το 1991, αλλά την εισαγωγή του ίδιου του δολαρίου, ως επισήμου
νομίσματος της χώρας. Στα καταστήματα δηλαδή οι τιμές ήταν στο τοπικό νόμισμα, αλλά οι κάτοικοι πλήρωναν με δολάρια – ενώ η υιοθέτηση του δολαρίου συνδέθηκε
με μία επόμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.
Ειδικότερα, τον
Αύγουστο του 1998, το ένα δολάριο αντιστοιχούσε με 5.000 Sucres (1:5.000), ενώ τον Ιανουάριο του 2000 η ισοτιμία διαμορφώθηκε στο
ένα δολάριο ανά 25.000 Sucres (1:25.000). Εν τούτοις, ο πληθωρισμός δεν
καταπολεμήθηκε αμέσως, αφού ανήλθε στο 91%, παρά τη δολαριοποίηση (αργότερα
σταθεροποιήθηκε στο 5,7% μεταξύ των ετών 2002 και 2006, ενώ στο 2,6% τον Ιούλιο
του 2007).
Τα αποτελέσματα
της κατάστασης αυτής ήταν καταστροφικά για τους Πολίτες της χώρας – αφού το
2001 μία πενταμελής οικογένεια χρειαζόταν 253 $ μηνιαία για να επιβιώσει, ενώ οι μηνιαίες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα
ήταν μόλις 97 $, οι χαμηλότερες συντάξεις στα 18 $ και οι μισθοί στο δημόσιο
τομέα 40 $. Αν και η
ανεργία διαμορφώθηκε χαμηλά (από 14% έως 16%), η υποαπασχόληση εκτοξεύθηκε στο
58,2%, με τρομακτικά επώδυνες συνέπειες για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Στις αρχές του
2001 αυξήθηκαν
σημαντικά οι τιμές της βενζίνης (75%), των μέσων μαζικής μεταφοράς (100%),
καθώς επίσης του προπανίου (40%), το οποίο χρησιμοποιούταν για τις οικιακές ανάγκες
από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Οι αυξήσεις αυτές αποτελούσαν μέρος της συμφωνίας της κυβέρνησης με το
ΔΝΤ, η οποία είχε
γίνει αποδεκτή μετά από διαπραγματεύσεις, ο οποίες διήρκησαν περίπου 18 μήνες.
Ακολούθησαν
εκτεταμένες κοινωνικές αναταραχές και διαδηλώσεις εναντίον των μέτρων λιτότητας
της κυβέρνησης και του ΔΝΤ, στις οποίες συμμετείχαν κυρίως μαθητές και φοιτητές – οι οποίοι υπέφεραν από τις αυξήσεις των
μέσων μεταφοράς, καθώς επίσης από την έλλειψη μελλοντικών προοπτικών. Αντίθετα, τα εργατικά συνδικάτα παρέμειναν σχετικά
αδρανή, αφού δεν
μπορούσαν να κινητοποιηθούν από τους ηγέτες τους (ενδεχομένως επειδή οι
συνδικαλιστές είχαν χρηματισθεί από τους εισβολείς).
Η υιοθέτηση του
δολαρίου ως επισήμου νομίσματος της χώρας, παράλληλα με τα διαρθρωτικά μέτρα,
με τη φτωχοποίηση και με τη μετανάστευση, σταθεροποίησε τελικά την οικονομία
της χώρας – με αποτέλεσμα να επιστρέψει σε πορεία ανάπτυξης, η οποία όμως στηρίχθηκε στην αύξηση της διεθνούς τιμής
του πετρελαίου (όπως
η Ρωσία). Μεταξύ των ετών 2002 και 2006 ό μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης
διαμορφώθηκε στο 5,2% - στο υψηλότερο σημείο δηλαδή των προηγουμένων 25 ετών
(εύλογα, αφού προηγουμένως είχε καταρρεύσει).
Μετά από μία
σχετική αναπροσαρμογή το 2007, ο ρυθμός ανάπτυξης έφτασε το 7,2% το 2008 –
κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών του πετρελαίου, καθώς επίσης των υψηλών
δημοσίων επενδύσεων. Φυσικά οι ασθενέστερες τάξεις συμμετείχαν πολύ λιγότερο
στα οφέλη της ανάπτυξης – όπως ακριβώς συνέβη στη Βραζιλία, στην Τουρκία και όπου αλλού δραστηριοποιήθηκε το ΔΝΤ,
το οποίο συνεργάζεται και αμείβει την εκάστοτε τοπική ελίτ, συμπεριλαμβανομένων
φυσικά των (διατεταγμένων) ΜΜΕ.
Ο RAFAEL CORREA
Στο τέλος του
2006 εξελέγη ο R. Correa στην προεδρία της χώρας, με βασικά χαρακτηριστικά της προεκλογικής του
εκστρατείας την υπόσχεση στους Πολίτες να μην υπογράψει τη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με
τις Η.Π.Α., την οποία είχε επιβάλλει το ΔΝΤ, καθώς επίσης να ελέγξει λογιστικά
και να περιορίσει το εξωτερικό χρέος – το ύψος του οποίου ήταν τότε 10,77 δις $.
Εδώ αναρωτιέται
εύλογα κανείς, ποιες
ακριβώς δεσμεύσεις απαιτούν οι Έλληνες σήμερα από εκείνα τα κόμματα, τα οποία
θέλουν να κυβερνήσουν τη χώρα τους, έτσι ώστε να έχουν τουλάχιστον ήσυχη τη
συνείδηση τους, όταν θα τα ψηφίσουν – αν και θεωρούμε ότι, δύσκολα θα επιτραπούν οι εκλογές στη χώρα μας, εάν δεν βεβαιωθεί η σκιώδης κυβέρνηση πως τα δύο κόμματα εξουσίας θα συγκεντρώσουν πάνω
από 180 βουλευτικές έδρες.
Συνεχίζοντας στο
θέμα μας, σύμφωνα με την επιτροπή λογιστικού ελέγχου του εξωτερικού χρέους (Auditoria), την πρώτη επίσημη κυβερνητική οργάνωση αυτού του
είδους παγκοσμίως,
την οποία είχε συστήσει ο πρώην υπουργός οικονομικών της χώρας (R.Patino), όφειλαν να ελεγχθούν όλα τα επί μέρους
δανειακά συμβόλαια, ένα προς ένα - μεταξύ των οποίων εκείνα με τους διεθνείς
κρατικούς πιστωτές, τα οποία είχαν συμφωνηθεί στο κλαμπ του Παρισιού το 2000,
όταν έγινε η διαγραφή χρεών και η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των
υπολοίπων, καθώς επίσης τα ομόλογα δημοσίου.
Τελικός σκοπός
της επιτροπής ήταν μία λεπτομερής ανάλυση του χρέους, από νομικής, από οικονομικής, από
κοινωνικής και από περιβαλλοντικής πλευράς. Σύμφωνα δε με τη διαπίστωση της επιτροπής, το 80% του εξωτερικού χρέους είχε συναφθεί
για την αναχρηματοδότηση των παλαιών οφειλών του Ισημερινού, ενώ μόλις το 20% για την ανάπτυξη και για
τα έργα υποδομής.
Ο R. Correa ανακοίνωσε τη
διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές της χώρας, σε σχέση με την εξόφληση
χρέους ύψους 3,9 δις $, αποτελούμενου από ομόλογα του δημοσίου, με λήξη τα έτη
2012, 2015 και 2030. Παράλληλα απείλησε ότι δεν θα πληρωνόταν εκείνα τα χρέη του
Ισημερινού, τα οποία θα θεωρούταν παράνομα ή επαχθή από την επιτροπή ελέγχου. Την ίδια σχεδόν εποχή η υπουργός
οικονομικών ανακοίνωσε την αναβολή της πληρωμής των τόκων ύψους 30,6 εκ. $ ενός
ομολόγου, το οποίο έληγε το 2012 – με κίνδυνο να υπάρξει ρήξη με τη Βενεζουέλα,
η οποία είχε εγγυηθεί το χρέος με την έκδοση CDS, ύψους 400 εκ. $.
Η ΣΤΑΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
Τελικά, ο Ισημερινός δήλωσε στάση πληρωμών το
Δεκέμβρη του 2008, η οποία αφορούσε χρέος ύψους 3,2 δις $ απέναντι στους
ιδιώτες πιστωτές (το
80% περίπου των συνολικών οφειλών προς τους ιδιώτες). Ενδιάμεσα (τέλη
Δεκεμβρίου), η χρηματοδότηση του κρατικού προϋπολογισμού (έλλειμμα)
εξασφαλίσθηκε από το Κρατικό Ινστιτούτο για την εσωτερική σταθερότητα της χώρας
(IESS), το οποίο αγόρασε δύο ομόλογα δημοσίου,
ύψους 700 εκ. $, με επιτόκιο της τάξης του 6,5%. Αργότερα, το Μάιο του 2009, η χώρα κατάφερε να επαναγοράσει το 91% των
κρατικών ομολόγων, τα οποία είχαν «διαμαρτυρηθεί», σε πολύ χαμηλές τιμές, μέσω μίας διεθνούς
δημοπρασίας.
Εδώ οφείλει να
συμπεράνει κανείς ότι, εάν μία χώρα, η οποία αδυνατεί να εφαρμόσει έστω μία
στοιχειώδη κοινωνική πολιτική, λειτουργώντας μόνο για να εξυπηρετεί τους
δανειστές της, όπως η Ελλάδα, δεν αποφασίσει την αναβολή (στάση) πληρωμών (επιλέγοντας ουσιαστικά «ένα εξαιρετικά
οδυνηρό τέλος στη δοκιμασία της, αντί για μία οδύνη χωρίς τέλος»),είναι
αδύνατον να διαπραγματευθεί σωστά με τους πιστωτές της – πόσο μάλλον
να μειώσει τα χρέη της (η σιωπή
των αμνών βέβαια
που επικρατεί στις τάξεις των Ελλήνων, δεν επιτρέπει πολλές ελπίδες για το
μέλλον μας).
Ειδικά όσον
αφορά την Ελλάδα, εάν δεν πάψουν οι Πολίτες της να φοβούνται τη χρεοκοπία, (εντός του ευρώ φυσικά, αφού η δομή του
χρέους και το ύψος του δεν επιτρέπουν την έξοδο, χωρίς την κατάρρευση της
οικονομίας, ενώ κανείς δεν μπορεί να αποβάλλει μία χώρα-μέλος), θα είναι πάντοτε θύματα, εκβιαζόμενοι με διάφορα διλήμματα από
τους επαγγελματίες εκβιαστές - τους υπαλλήλους δηλαδή των Αγορών και του Καρτέλ.
Σε σχέση δε με
το νόμισμα, το παράδειγμα του Ισημερινού, η δολαριοποίηση συγκεκριμένα,
τεκμηριώνει το ότι θα μπορούσε η χώρα μας να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό με την υιοθέτηση
ενός τρίτου νομίσματος, όπως είχαμε προτείνει έγκαιρα (πριν τη νέα δανειακή σύμβαση, η οποία
δυστυχώς μας στέρησε τη δυνατότητα μετατροπής του εξωτερικού χρέους μας σε
δραχμές) - με την ανάλυση μας «Ευρωπαϊκή
Βαρυχειμωνιά»
και το σενάριο του δολαρίου.
Επιστρέφοντας
στον Ισημερινό, έχοντας στη συνέχεια απομονωθεί από τις διεθνείς αγορές
δανεισμού, κατάφερε
να συνάψει το 2011 ένα δάνειο από την Κίνα, ύψους 2 δις $ - ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης του από μόλις
0,4% το 2009 (όπου απείλησε να μην πληρώσει συνολικά δεκατρία διακρατικά
επενδυτικά δάνεια, συμπεριλαμβανομένου ενός με τις Η.Π.Α.), αυξήθηκε στο 3,6%
το 2010 και στο 5,8% το 2011 (κυρίως λόγω των αυξήσεων των τιμών πετρελαίου). Η
σημερινή δε εικόνα της χώρας φαίνεται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί:
ΠΙΝΑΚΑΣ
Ι: Βασικά μεγέθη του
Ισημερινού και της Ελλάδας σε δις $ - 2011 εκτιμήσεις
* Πριν τη διαγραφή
Πηγή: World Factbook
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Ίσως οφείλουμε
να σημειώσουμε εδώ με βάση τον Πίνακα Ι ότι, η αγοραστική αξία του ονομαστικού
ΑΕΠ του Ισημερινού (65,3
δις ονομαστικό, 124,8 σε αγοραστική αξία), είναι σχεδόν διπλάσια, από ότι αυτή
της Ελλάδας (290 δις ονομαστικό, μόλις 285 δις σε αγοραστική αξία) – γεγονός που οφείλεται στις συγκριτικά
υπερβολικά υψηλές τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών στη χώρα μας.
Επίσης τους πολύ
υψηλότερους φόρους και άλλα έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου, αφού αντιστοιχούν στο 39,6% του ΑΕΠ, όταν στον
Ισημερινό είναι μόλις 28,5% του ΑΕΠ – με το έλλειμμα της Ελλάδας να είναι υψηλότερο.
Ο ίδιος συντελεστής είναι στη Γερμανία 43,6% του ΑΕΠ – όχι σημαντικά υψηλότερος δηλαδή από την Ελλάδα, η
οποία «κατηγορείται» για εκτεταμένη φοροδιαφυγή και παρά το ότι η
ανταποδοτικότητα των φόρων στη χώρα μας είναι τουλάχιστον απογοητευτική (μόνο η παιδεία και η υγεία κοστίζει
ιδιωτικά στους Έλληνες ένα ποσόν ίσο με το 10% του ΑΕΠ, όταν για τους Γερμανούς
είναι σχεδόν μηδενική!).
Τέλος, το χαμηλό
ποσοστό με το οποίο συμμετέχει η βιομηχανία στο ΑΕΠ της Ελλάδας, το οποίο
τεκμηριώνει την, σε μεγάλο βαθμό, αποβιομηχανοποίηση της – από την οποία
προέρχεται και το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, ενώ οφείλεται κυρίως στη δραστηριοποίηση των ξένων
εμπορικών πολυεθνικών, οι οποίες εισάγουν τα προϊόντα από τις δικές τους χώρες, στις οποίες τα παράγουν (η επιμονή στην αγορά Ελληνικών προϊόντων είναι πάρα πολύ σημαντική για το μέλλον
της χώρας μας).
ΤΑ
ΕΠΑΧΘΗ ΧΡΕΗ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΡΕΩΝ
Όπως φάνηκε από
την επιτροπή λογιστικού ελέγχου του Ισημερινού, είναι πάρα πολύ δύσκολος ο
διαχωρισμός μεταξύ θεμιτού και αθέμιτου (επαχθούς) χρέους – σε πλήρη ίσως
αντίθεση με το νόμιμο ή παράνομο χρέος, το οποίο όμως οφείλει επίσης να
τεκμηριώνεται με σοβαρές νομικές διαδικασίες. Απλούστερα, η έννοια του επαχθούς (αθέμιτου, απεχθούς)
χρέους είναι αρκετά ευρύτερη και πολύ πιο υποκειμενική, ενώ του παράνομου χρέους περισσότερο
αντικειμενική.
Για παράδειγμα,
ας εξετάσουμε ένα κρατικό χρέος, το οποίο χρησιμοποιήθηκε μεν για ένα
επιτυχημένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, αλλά ο δανειζόμενος υποχρεώθηκε να εισάγει με
πίστωση τα προϊόντα (αμυντικό εξοπλισμό ίσως, όπως τα γερμανικά υποβρύχια), από
εκείνη τη χώρα, η οποία τον δάνεισε. Οι τιμές των εισαγομένων αυτών προϊόντων θα ήταν
κάπως υψηλότερες από αυτές, με τις οποίες θα μπορούσαν να αγοραστούν από τις
διεθνείς αγορές, ενώ θα ήταν δυνατόν να βρεθεί καλύτερη ποιότητα, από αυτήν που
προσφερόταν με το ίδιο πακέτο (δάνειο-προϊόντα). Είναι επαχθές το χρέος στην
προκειμένη περίπτωση;
Χωρίς να
επεκταθούμε σε περαιτέρω παραδείγματα, ακριβώς επειδή η επιτροπή ελέγχου, υπό
τον πρώην υπουργό οικονομικών, διαπίστωσε πολλές «γκρίζες ζώνες» στον
τομέα της λήψης δανείων από το εξωτερικό εκ μέρους του Ισημερινού,
αποφάσισε να διαχωρίσει τα χρέη σε πέντε διαφορετικές κατηγορίες – όπου για
κάθε επί μέρους κατηγορία πρότεινε άλλες λύσεις στην κυβέρνηση. Οι κατηγορίες
αυτές ήταν οι εξής:
(α) Παράνομα χρέη: Επρόκειτο για χρέη, τα οποία δεν ήταν
νόμιμα σε σχέση με το ισχύον Δίκαιο στην εκάστοτε χώρα – οπότε θα έπρεπε να
αναιρεθούν νομικά, ακολουθώντας τη δικαστική οδό.
(β) Επαχθή χρέη: Επρόκειτο για αθέμιτα χρέη, τα οποία ήταν σύμφωνα με τα κλασσικά κριτήρια
καθορισμού τους (OdiousDebt – δάνεια, τα οποία λαμβάνονται από καθεστώτα, συνήθως δικτατορικά, ενώ
δεν χρησιμοποιούνται προς όφελος των Πολιτών μίας χώρας). Ο χαρακτηρισμός τους
ως τέτοια έγινε τη δεκαετία του 1920 από τον A.N.Sack, έναν Ρώσο
υπουργό και μετέπειτα καθηγητή νομικής στο Παρίσι, ο οποίος τα διαίρεσε σε
τρεις κατηγορίες:
(β1) Δάνεια που
λαμβάνει μία μη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, χωρίς τη συμφωνία των Πολιτών
της χώρας της.
(β2) Δάνεια που χρησιμοποιούνται για την
καταπίεση του λαού ενός κράτους, με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες που πληρώνονται από
αυτά να προξενούν ζημίες στους πολίτες.
(β3) Όταν οι
δανειστές, στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, το γνώριζαν ή θα μπορούσαν να το
μάθουν, με μία μικρή έρευνα.
Ο χαρακτηρισμός
δανείων ως επαχθή υιοθετήθηκε από τις Η.Π.Α. το 1923 στην περίπτωση της Κόστα
Ρίκα - καθώς επίσης το 2003 για την «αποχρέωση» του Ιράκ, μετά τον πόλεμο του
κόλπου. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα αυτά δάνεια του Ισημερινού, η
πρόταση της επιτροπής ελέγχου ήταν η ολοσχερής διαγραφή τους, με τη βοήθεια
μίας πολιτικής διαδικασίας – όχι δικαστικής.
(γ) Μερικώς επαχθή χρέη: Η διαφορά τους με τη δεύτερη κατηγορία
έγκειται στο εάν είναι δυνατόν να τεκμηριωθεί η συνευθύνη του οφειλέτη, σε
σχέση με τις αρνητικές συνέπειες του παρεχομένου δανείου. Η πρόταση της επιτροπής
σε αυτήν την περίπτωση ήταν η διαγραφή ενός μέρους του χρέους - εναλλακτικά δε,
η απαίτηση αποζημίωσης από το δανειστή.
(δ) Πρακτικές, οι οποίες δεν πρέπει να
επαναληφθούν: Με τον
τρόπο αυτό χαρακτηρίστηκαν εκείνα τα χρέη τα οποία, είτε στη διαπραγμάτευση,
είτε στην υλοποίηση τους, ήταν συνδεδεμένα με ρήτρες ή με διαδικασίες, οι
οποίες λειτούργησαν υπερβολικά αρνητικά για τον οφειλέτη - είχαν δε διαμορφώσει
τα συμβόλαια δανεισμού μονόπλευρα, προς όφελος του δανειστή.
Εν τούτοις, παρά
όλα αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους, ωφέλησαν εν μέρει και τον οφειλέτη – οπότε δεν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς
εδώ ότι πρόκειται για παράνομα ή για επαχθή χρέη, έτσι ώστε να καταφύγει
εναντίον τους δικαστικά ή να τα διαγράψει.
(ε) Νόμιμα χρέη: Εδώ καταχωρήθηκαν από την επιτροπή όλα εκείνα τα
χρέη, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονταν στις προηγούμενες κατηγορίες – με την
πρόταση να πληρωθούν ως είχαν.
Σήμερα ο
Ισημερινός αντιμετωπίζει ξανά προβλήματα – όπως όλες οι χώρες, στις οποίες δραστηριοποιήθηκε
στο παρελθόν το ΔΝΤ, επιβάλλοντας τους κανόνες των παιδιών του Σικάγου και λεηλατώντας τες. Αυτό άλλωστε μάλλον θα το διαπιστώσουμε
σύντομα και στη γειτονική Τουρκία, το εμπορικό έλλειμμα της οποίας θα ξεπεράσει τα 80
δις $, λόγω της
εξαγοράς των εταιρειών της από τις ξένες πολυεθνικές – ενώ υπάρχει μία τεράστια
φούσκα ακινήτων, η οποία απειλεί να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως φαίνεται
από το παράδειγμα του Ισημερινού, πάντοτε υπάρχουν λύσεις χρηματοδότησης (η Κίνα στην προκειμένη περίπτωση, η
Ρωσία σε άλλες) και πάντοτε μπορεί να διαπραγματευθεί κανείς με τους πιστωτές του – αρκεί να έχει τις ικανότητες, να διώξει
τους εισβολείς (ΔΝΤ και Γερμανία στην περίπτωση της Ελλάδας), καθώς επίσης να
στηρίζεται σε μία μεθοδική, λεπτομερειακή και έντιμη προετοιμασία. Παρά τις
όποιες δυσκολίες δε, όλες οι χώρες πρέπει να ελέγχουν τα χρέη των κυβερνήσεων τους, με τη
βοήθεια εξειδικευμένων ελεγκτικών επιτροπών – οι οποίες φυσικά θα λογοδοτούν απ’ ευθείας είτε
στους Πολίτες, είτε σε έναν έντιμο πρόεδρο της Δημοκρατίας, είτε στη δικαστική
εξουσία (σε καμία περίπτωση φυσικά στις όποιες «επιτροπές συγκάλυψης»
της Βουλής).
Αυτό θα βοηθούσε
στην αποκατάσταση της διαφάνειας του δημόσιου βίου, στην διενέργεια ανοιχτών
συζητήσεων, σε σχέση με την προέλευση των χρεών, καθώς επίσης στην κατανόηση της αναγκαιότητας μίας από
κοινού αναμόρφωσης των διεθνών διαδικασιών δανεισμού των κρατών. Εκτός αυτού, θα μπορούσαν οι κυβερνήσεις
των δανειστριών χωρών, καθώς επίσης οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί,
να αντιμετωπίσουν το παράδειγμα του Ισημερινού σαν μία ηθική πρόκληση, για να
εξετάσουν από την πλευρά τους τα δάνεια, την αποπληρωμή των οποίων απαιτούν από
τις οφειλέτριες χώρες.
Ειδικά όσον
αφορά τα κράτη του Ευρωπαϊκού Βορά, τα οποία ισχυρίζονται ότι διαθέτουν ένα
λειτουργικό και έντιμο Κράτος Δικαίου, θεωρούμε ότι έχουν ηθική υποχρέωση να
δρομολογήσουν τα ίδια ανάλογες διαδικασίες, σε σχέση με τις χώρες του Νότου – ειδικά με αυτές, όπως η Ελλάδα, τις
οποίες οι επιχειρήσεις τους (εξοπλιστικές, κατασκευαστικές κλπ.) έχουν στην
κυριολεξία λεηλατήσει, με τη βοήθεια πολλές φορές του χρηματισμού των εγχώριων πολιτικών και λοιπών
δημοσίων λειτουργών.
Όλα τα υπόλοιπα,
πόσο μάλλον η
ανοχή απέναντι στη ενεργητική διαφθορά των δικών τους δημοσίων λειτουργών και
πολυεθνικών, δεν
τεκμηριώνουν την ύπαρξη ενός πραγματικού Κράτους Δικαίου, για το οποίο
υπερηφανεύονται - αλλά ούτε και τη διαφάνεια, τη νομιμότητα ή/και την
καθαρότητα, την οποία σωστά θέλουν να επιβάλλουν στους «εταίρους» τους.
ΥΓ: Ελπίζουμε φυσικά να μην ισχύει το ότι, η Γερμανία «εκβιάζει» την Ελλάδα με τη
βοήθεια κάποιων φακέλων χρηματισμού των πολιτικών κομμάτων εξουσίας, τους οποίους έχουν θέσει στη διάθεση της
οι εκεί πολυεθνικές – αν και οι αυθαίρετοι αυτοί ισχυρισμοί θα μπορούσαν
θεωρητικά να είναι αληθινοί, αφού τα κόμματα εξουσίας στηρίζουν από κοινού τα προγράμματα λιτότητας, τα οποία εξαθλιώνουν τους Πολίτες, ενώ έχουν παράλληλα υποθηκεύσει την
πατρίδα τους, χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Από την άλλη
πλευρά, η
επιμονή της Γερμανίας στο να κερδίσουν τις εκλογές τα δύο αυτά
κόμματα, δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί διαφορετικά - αφού, ευχόμενοι φυσικά να κάνουμε ένα πολύ
μεγάλο λάθος θεωρούμε ότι, με μισθούς Βουλγαρίας, με (μη βιώσιμο βέβαια)
δημόσιο χρέος στο 160% του ΑΕΠ τέλη του 2012 (παρά τη διαγραφή), με την σκόπιμη
κατάρρευση των αξιών/τιμών της ιδιωτικής και της υποθηκευμένης πλέον δημόσιας
περιουσίας, καθώς επίσης με κόστος ζωής υψηλότερο από αυτό της Γερμανίας, δεν αποφεύγεται τελικά η χρεοκοπία.
Βασίλης
Βιλιάρδος (copyright)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις