Η επιχείρηση οφείλει λοιπόν να λύσει πρώτα, άμεσα, το πρόβλημα της υπερχρέωσης της – διαγράφοντας ένα μέρος των χρεών της και
εξασφαλίζοντας την περαιτέρω χρηματοδότηση της, για να μπορέσει να επιβιώσει.
Αμέσως μετά, πρέπει να εξορθολογήσει τη λειτουργία της και να αρχίσει να αναπτύσσεται αυξάνοντας το τζίρο, καθώς επίσης την κερδοφορία της. Έτσι, αποκτά τη δυνατότητα να πληρώσει μεγαλύτερους μισθούς, προσλαμβάνοντας νέους υπαλλήλους.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για ένα κράτος, όπως η Ελλάδα – οπότε προηγείται σαφώς η διαγραφή μέρους των χρεών της, έτσι ώστε να μπορεί στη συνέχεια να χρηματοδοτείται από τις αγορές και να αρχίσει να αναπτύσσεται. Αφού το πετύχει, τότε μόνο μπορεί να αυξήσει τις βασικές αμοιβές των εργαζομένων, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να μην υποχρεωθεί σε πωλήσεις παγίων, να αναπτύξει το κοινωνικό κράτος κοκ.
Όταν όμως η κυβέρνηση κάνει ακριβώς το αντίθετο, πόσο μάλλον όταν αναιρεί την απαίτηση της για διαγραφή χρέους, την οποία συμμερίζεται ακόμη και το ΔΝΤ, τότε το μόνο που μπορεί να περιμένει κανείς είναι την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία της Ελλάδας – αμέσως μετά την έξοδο της από την Ευρωζώνη και το απόλυτο χάος».
Ανάλυση
Κατ’ αρχή θεωρούμε πως πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο μύθο, για μία παγίδα ίσως με στόχο την επιβολή εκβιασμών, όταν αναφέρει κανείς πως τα επιτόκια δανεισμού (αποδόσεις ομολόγων) της Ελλάδας αυξάνονται συνεχώς, ενώ τα αντίστοιχα των χωρών του Νότου μειώνονται – συμπεραίνοντας αυθαίρετα πως τυχόν χρεοκοπία ή/και έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, δεν θα ήταν καταστροφική για τα υπόλοιπα αδύναμα κράτη.Βέβαια, η εξέλιξη της πορείας των επιτοκίων των δεκαετών ομολόγων της Ελλάδας (γαλάζια καμπύλη, αριστερή κάθετος) και της Ισπανίας (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος) στο γράφημα που ακολουθεί, φαίνεται ότι το επιβεβαιώνει – κάτι που όμως είναι εντελώς «παραπλανητικό», αφού η πτώση των επιτοκίων της Ισπανίας οφείλεται κυρίως στη στήριξη της από την ΕΚΤ, μέσω της αγοράς μεγάλων ποσοτήτων ομολόγων, στα πλαίσια του νέου προγράμματος που έχει αναγγείλει (QE).
Αντίθετα, η ΕΚΤ δεν αγοράζει ελληνικά ομόλογα, ενώ η χώρα μας έχει τοποθετηθεί στο στόχαστρο της Γερμανίας, για τους λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει (άρθρο) – με αποτέλεσμα να συγκεντρώνει όλες τις πιέσεις και τα πυρά των αγορών, χωρίς την παραμικρή βοήθεια από τους εταίρους της, οι οποίοι έχουν υποταχθεί δυστυχώς στη γερμανίδα καγκελάριο.
Τα προβλήματα της Ελλάδας
Περαιτέρω, έχουμε την εντύπωση πως οι Έλληνες δεν επέλεξαν τη σημερινή κυβέρνηση επειδή απλά θεώρησαν πως είναι έντιμη, πως δεν ήταν αυτή που οδήγησε την Ελλάδα στη χρεοκοπία, καθώς επίσης πως δεν έχει κανένα ιστορικό διαφθοράς –αφού όλα αυτά τα πλεονεκτήματα τα έχουν πολλά άλλα κόμματα που δεν έχουν κυβερνήσει τη χώρακαι τα οποία έθεσαν την υποψηφιότητα τους στις εκλογές.Αντίθετα, πιστεύουμε πως την εξέλεξαν επειδή τους υποσχέθηκε πως θα σταματήσει την πολιτική της λιτότητας και των μνημονίων, η οποία ήταν αποδεδειγμένα καταστροφική, οδηγώντας τη χώρα τους στην έξοδο από την κρίση.
Επίσης πως θα απαιτούσε τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους των δημοσίων χρεών, αφού χωρίς να προηγηθεί κάτι τέτοιο, είναι αδύνατες όλες οι υπόλοιπες προεκλογικές της δεσμεύσεις – συμπεριλαμβανομένης της αποφυγής των ιδιωτικοποιήσεων των κοινωφελών, των στρατηγικών και των μονοπωλιακών κερδοφόρων επιχειρήσεων του δημοσίου, καθώς επίσης της περαιτέρω κρατικής περιουσίας, τουλάχιστον έως ότου οι τιμές της τελευταίας επανέλθουν στα φυσιολογικά τους επίπεδα.
Είναι προφανές τώρα το ότι, οι Έλληνες δεν γνώριζαν εάν η συγκεκριμένη κυβέρνηση θα μπορούσε να εφαρμόσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις – πόσο μάλλον εντός του θεσμικού πλαισίου της Ευρωζώνης, από την οποία η συντριπτική πλειοψηφία δεν θέλει να φύγει.
Σοφά όμως επέλεξαν την αλλαγή αφού η προηγούμενη κυβέρνηση, τους είχε εντελώς απογοητεύσει – κάτι που δυστυχώς είναι σωστό, κατά την άποψη πολλών, παρά το ότι δεν φαίνεται να το κατανοεί ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποχωρώντας ως οφείλει από την ηγεσία του κόμματος του, για το καλό της χώρας.
Συνεχίζοντας, επειδή η κυβέρνηση είναι μόλις τρεις μήνες στην εξουσία, δεν μπορεί ακόμη να ισχυρισθεί κανείς πως δεν τα κατάφερε – αφού είναι ασφαλώς απαραίτητο ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, για να εφαρμόσει την πολιτική που έχει εξαγγείλει.
Μπορεί βέβαια να ανησυχεί και να αγωνιά κανείς, διαπιστώνοντας πως ο χρόνος περνάει χωρίς κανένα αποτέλεσμα, ενώ η οικονομική κατάσταση της χώρας επιδεινώνεται διαρκώς – πρέπει όμως ταυτόχρονα να αναρωτιέται ποιά μέσα έχει πραγματικά στη διάθεση της η κυβέρνηση, για να τα καταφέρει.
Στα πλαίσια αυτά, τα θεσμικά και διοικητικά μέτρα που ανακοινώνει ή αποφασίζει δεν φτάνουν, αφού για να οδηγηθεί η χώρα στην έξοδο από την αποπληθωριστική ύφεση (depression), χρειάζεται χρήματα – κεφάλαια τα οποία δεν έχει στη διάθεση της.
Η κυβέρνηση προφανώς το γνωρίζει επειδή, αν και φαίνεται πως έχει αναιρέσει το «θεμέλιο λίθο» της πολιτικής της, τη διαγραφή χρέους, συνεχίζει να «απαιτεί» την αναδιάρθρωση του, καθώς επίσης τον περιορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος που επιβάλλει η τρόικα – έτσι ώστε να χρησιμοποιήσει τα κεφάλαια που τότε θα εξοικονομούνταν, για την επίτευξη των άλλων στόχων της (αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, ανάπτυξη κοκ.).
Ταυτόχρονα, προσπαθεί να συμμετέχει στο ευρύ επενδυτικό πρόγραμμα που έχει ανακοινώσει η Κομισιόν για ολόκληρη την Ευρωζώνη, να χρηματοδοτηθεί από τρίτους (Κίνα, Ιράν, Ρωσία), καθώς επίσης να αυξήσει τα δημόσια έσοδα – περιορίζοντας τη φοροδιαφυγή, υιοθετώντας ευεργετικά μέτρα για την πληρωμή των παλαιών φόρων κοκ.
Όμως, από την άλλη πλευρά, όταν περιορίζεται συνεχώς η ποσότητα χρήματος της χώρας, ενώ η κυβέρνηση απορροφά ολόκληρη τη ρευστότητα των τραπεζών, η άρνηση της να υιοθετήσει νέα μέτρα λιτότητας, λόγω της ύφεσης που προκαλούν, είναι άνευ νοήματος – αφού η έλλειψη χρημάτων στην αγορά προκαλεί μία πολύ μεγαλύτερη ύφεση, συγκριτικά με όλα τα υπόλοιπα.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η αντιστρόφως ανάλογη εξέλιξη της ποσότητας χρήματος στην Ελλάδα (γαλάζια γραμμή, αριστερή στήλη) και στην Ισπανία – γεγονός που τεκμηριώνει τις τρομακτικές πιέσεις που δέχεται τόσο η ελληνική οικονομία, όσο και η κυβέρνηση της χώρας, από τη συνεχώς κλιμακούμενη μείωση της ρευστότητας.
Στα πλαίσια αυτά, ότι και να κάνει μόνη της η κυβέρνηση δεν φτάνει, δεν είναι αρκετό και δεν αποδίδει δηλαδή, χωρίς τη συνεργασία των εταίρων της – επειδή η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες, μετά την είσοδο της στην Ευρωζώνη, έχει χάσει τη δυνατότητα να αντιδρά δημοσιονομικά απέναντι σε οικονομικές κρίσεις, ενώ είναι υποχρεωμένη να σέβεται τις «μονεταριστικές» της υποχρεώσεις.
Η εξάρτηση της Ελλάδας
Ειδικότερα όλα τα κράτη της Ευρωζώνης, λόγω του απαράδεκτου θεσμικού σχεδιασμού του ευρώ, είναι απολύτως εξαρτημένα από την προθυμία των διεθνών αγορών κεφαλαίου να τα χρηματοδοτήσουν – ενώ μπορούν να χρεοκοπήσουν, όπως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, χωρίς όμως να έχει θεσμοθετηθεί ένας αντίστοιχος πτωχευτικός κώδικας.
Οι άλλες χώρες, όπως η Δανία, η Αυστραλία, η Ελβετία κοκ., δεν έχουν αυτό το πρόβλημα – επειδή οι κεντρικές τους τράπεζες εγγυώνται απολύτως την αποπληρωμή των χρηματικών υποχρεώσεων τους στο δικό τους νόμισμα, απέναντι σε τρίτους. Ακριβώς για το λόγο αυτό η Ιαπωνία, με δημόσιο χρέος που πλησιάζει το 250% του ΑΕΠ της, δεν έχει κανένα πρόβλημα όσον αφορά τη χρηματοδότηση της – ενώ η Ελλάδα χρεοκόπησε, με δημόσιο χρέος κάτω από το 130% του ΑΕΠ της.
Η αιτία είναι το ότι, η Ελλάδα δεν έχει δικό της νόμισμα, ούτε δική της κεντρική τράπεζα – επομένως, δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει τα πολιτικά της προγράμματα χωρίς τις χρηματαγορές ή τα δάνεια των εταίρων της. Ευρίσκεται λοιπόν στην ίδια ακριβώς θέση με κάποια άλλη, με την Τουρκία για παράδειγμα, η οποία θα έπρεπε να αναχρηματοδοτήσει όλες τις ανάγκες της σε ένα ξένο νόμισμα – όπου από την πράξη γνωρίζουμε πως μία χώρα, με εξωτερικό χρέος που υπερβαίνει το 50% του ΑΕΠ της, κινδυνεύει να χρεοκοπήσει.
Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος, για τον οποίο προβλέπεται στη συμφωνία του Μάαστριχτ πως το ύψος του χρέους ως προς το ΑΕΠ δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60%, ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού να είναι μικρότερο του 3% – κάτι που δυστυχώς δεν τηρήθηκε από τις χώρες που εισήλθαν στην Ευρωζώνη, ενώ δεν αποτέλεσε προϋπόθεση της υιοθέτησης του ευρώ.
Στα πλαίσια αυτά, εάν η κατάσταση δεν αλλάξει, εάν δηλαδή δεν ενωθεί δημοσιονομικά και πολιτικά η Ευρωζώνη, έτσι ώστενα υπάρχει μία κεντρική τράπεζα χρηματοδότησης όλων των κρατών-μελών της, χωρίς να είναι εντελώς ανοχύρωτα και εκτεθειμένα στις επιθέσεις των αγορών (ευρωομόλογα), θα χρεοκοπεί η μία χώρα μετά την άλλη – οπότε το εξαιρετικά οδυνηρό τέλος της νομισματικής ένωσης είναι δεδομένο και σχεδόν απόλυτα σίγουρο.
Η ανάγκη συμμαχιών
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα αποκλείσθηκε από τις αγορές, επειδή μεταφορικά η κεντρική της τράπεζα (η Γερμανία εν προκειμένω) αρνήθηκε να την χρηματοδοτήσει το 2010 – για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση της, ως επακόλουθο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (τα χρήματα που δόθηκαν ήταν μόνο για την εξόφληση των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών). Έκτοτε, είναι υποχρεωμένη να πείθει τους «εταίρους» της, συμπεριλαμβανομένου του ΔΝΤ, να την χρηματοδοτούν – ισχυριζόμενη πως η ανάγκη της αυτή συμπίπτει με το δικό τους συμφέρον.Επειδή όμως είναι συνειδητά υπέρ του ευρώ, οπότε αποκλείει εκ των προτέρων την έξοδο της, θεωρώντας την «ταμπού»,η μοναδική δυνατότητα της είναι η πειθώ, τα λόγια – αφού πρακτικά δεν έχει καμία άλλη εναλλακτική λύση. Στο σημείο αυτό χρειάζεται συμμάχους, όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις της με την τρόικα, έτσι ώστε να τοποθετηθεί εναντίον της πολιτικής λιτότητας – με την έννοια πως δυναμιτίζει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Εν τούτοις, δεν είναι εύκολο να επιτύχει κάτι τέτοιο λόγω του ότι η Γερμανία, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη συμμαχία όλων των χωρών της Ευρωζώνης, τοποθετείται εναντίον της – πόσο μάλλον όταν η σημερινή δομή της Ευρωζώνης εξασφαλίζει στη Γερμανία τεράστια πλεονεκτήματα τόσο απέναντι στους εταίρους της, όσο και στον υπόλοιπο πλανήτη.
Από την άλλη πλευρά, η ελπίδα πως θα αλλάξει η Ευρωζώνη είναι μάλλον αφελής – ειδικά επειδή στηρίζεται σε ένα σύνολο διακρατικών συμβάσεων, νόμων, κανονισμών και οργανώσεων, το οποίο είναι προσανατολισμένο προς τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ιδεολογία, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των ισχυρότερων χωρών, των τραπεζών και της ελίτ.
Επομένως, όταν περιμένει η κυβέρνηση πως είναι εφικτή η αναμόρφωση των θεσμών της Ευρωζώνης, βασίζοντας σε αυτό τον προγραμματισμό της, δεν ενεργεί καθόλου ρεαλιστικά – γεγονός που σημαίνει πως πρέπει να κατανοήσει ότι, είτε θα χρησιμοποιήσει όλα τα θεμιτά και αθέμιτα όπλα που έχει στη διάθεση της, χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, είτε θα αποτύχει, υποχρεώνοντας την Ελλάδα σε πολύ οδυνηρότερους συμβιβασμούς (νέα, αυστηρότερα μνημόνια, λεηλασία της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας κοκ.).
Τα όπλα της Ελλάδας
Περαιτέρω εμείς οι Έλληνες, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχουμε μία και μόνο δυνατότητα:την κυβέρνηση που είναι σήμερα στην εξουσία, παρά τα μεγάλα λάθη και τις παραλείψεις της, εκτός εάν κάνει το έγκλημα να προκηρύξει ξανά πρόωρες εκλογές.
Οφείλουμε λοιπόν να την ενισχύουμε όσο περισσότερο μπορούμε, απαιτώντας παράλληλα την υιοθέτηση των κανόνων της άμεσης δημοκρατίας εκ μέρους της – έτσι ώστε να συμμετέχουμε στις κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν το μέλλον μας.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα έχει τεράστια διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα στη διάθεση της, επειδή τυχόν χρεοκοπία ή/και έξοδος της από την Ευρωζώνη σήμερα (κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί στο μέλλον), θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου – αφού θα έθετε σε μία μεγάλη δοκιμασία την περαιτέρω ύπαρξη του ευρώ, οπότε πολλά τρισεκατομμύρια που είναι συνδεδεμένα μαζί του, ενώ θα προκαλούσε κυριολεκτικά σεισμό στον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, επειδή είναι εκτεθειμένο σε συνεχώς αυξανόμενα βουνά χρεών.
Μπορεί δε η Ελλάδα να απειλείται από το δημόσιο χρέος της, πολλές άλλες χώρες της Ευρωζώνης όμως (όπως η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ολλανδία), της ΕΕ (Δανία, Σουηδία κοκ.), καθώς επίσης του υπόλοιπου πλανήτη, χαρακτηρίζονται από ογκώδη ιδιωτικά χρέη – ενώ οι Η.Π.Α. είναι επίσης υπερχρεωμένες, με το δολάριο να κινδυνεύει πολύ σοβαρά.
Επομένως, η χώρα μας έχει πολλές δυνατότητες για να τα καταφέρει, αρκεί η κυβέρνηση να παραμείνει σταθερή στις δεσμεύσεις της – πριν από όλα στην ονομαστική διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους, χωρίς την οποία δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να ξεφύγουμε από την κρίση.
Για να το επιτύχει, θα πρέπει πλέον να προβάλλει ως εναλλακτική λύση ακόμη και τη μονομερή αθέτηση πληρωμών προς τους Θεσμούς (ΔΝΤ, EFSF, ESM, ΕΚΤ), καθώς επίσης την υπό προϋποθέσεις έξοδο της χώρας μας από την Ευρωζώνη – η οποία θα ήταν μεν εξαιρετικά επώδυνη, αλλά όχι εντελώς καταστροφική, εάν συνδεόταν με σημαντικές παραχωρήσεις (διαγραφή του 70% του δημοσίου χρέους εκ μέρους της Τρόικας, χωρίς να επηρεαστούν τα ομόλογα, στήριξη του νέου νομίσματος, καθώς επίσης του τραπεζικού τομέα για ένα χρονικό διάστημα κοκ.).
Ο στόχος δεν είναι βέβαια η έξοδος της χώρας μας από την Ευρωζώνη, η διάλυση της νομισματικής ένωσης ή το ξέσπασμα μίας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης – αλλά η ριζική επίλυση των προβλημάτων της οικονομίας μας, καθώς επίσης το τέλος της απολυταρχικής ηγεμονίας της Γερμανίας στην Ευρώπη, η οποία τρέφεται από την κρίση και ζει εις βάρος όλων των άλλων.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, τονίζουμε ξανά πως κανένας δεν μπορεί να υποχρεώσει την Ελλάδα να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, ενώ μπορεί να χρεοκοπήσει χωρίς να διακινδυνεύσει την ιδιότητα του κράτους-μέλος – εάν δε είχε αποφασισθεί κάτι τέτοιο έγκαιρα, το αργότερο στις αρχές του έτους, πριν η κυβέρνηση καταναλώσει όλες τις χρηματικές ρεζέρβες της και προβεί σε καταναγκαστικά μέτρα, τότε θα ήταν ίσως ιδανικό, εάν μπορεί κανείς να πει κάτι τέτοιο.Δεν μπορεί επίσης να εκβιάσει η ΕΚΤ την Ελλάδα να εγκαταλείψει εκούσια την Ευρωζώνη αυτοκτονώντας, εάν η κυβέρνηση καταφέρει να εξασφαλίσει την απαιτούμενη ρευστότητα, καθώς επίσης τη μη χρεοκοπία του τραπεζικού τομέα – κάτι που είναι μεν δύσκολο να επιτευχθεί, αλλά σε καμία περίπτωση ανέφικτο. Επομένως, η Ελλάδα είναι σε θέση να τα καταφέρει, αρκεί να μη χάσει χρόνο – απαιτώντας μία μακροπρόθεσμα βιώσιμη λύση στα προβλήματα της, «εδώ και τώρα».
Σε κάθε περίπτωση, έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται πως η Ευρωζώνη, έτσι όπως λειτουργεί σήμερα, με τους λύκους και τα πρόβατα σε ένα κλουβί ερμητικά κλεισμένο, μοιάζει με ένα απέραντο φρενοκομείο – στο οποίο όμως βρισκόμαστε όλοι μέσα και πρέπει να επιβιώσουμε με κάθε τρόπο, χωρίς δυστυχώς να περιμένουμε πως θα αλλάξει σύντομα η δομή του.
Υστερόγραφο: Για όλους όσους αναρωτιούνται εάν η Ελλάδα δικαιούται τη διαγραφή του χρέους της, υπενθυμίζουμε πως το θέμα δεν είναι εάν τη δικαιούται ή όχι, αλλά εάν πρέπει ή μη. Αυτό ήταν άλλωστε το ερώτημα που απασχόλησε τους πιστωτές της Γερμανίας το 1953, οι οποίοι αποφάσισαν τελικά πώς έπρεπε να το κάνουν για να διατηρηθεί η ειρήνη στην Ευρώπη – μεταξύ των οποίων ήταν και η Ελλάδα. Προφανώς δε η χώρα μας έκανε μεγάλα λάθη στο παρελθόν, αλλά δεν αιματοκύλισε ολόκληρο τον πλανήτη.
Εν τούτοις, εάν κάποιος μπορεί να τεκμηριώσει ρεαλιστικά, με ακριβείς αριθμούς ότι, είναι δυνατόν η Ελλάδα να εξυπηρετήσει τα χρέη της δανειζόμενη από τις αγορές, χωρίς να υποχρεώνεται συνεχώς να δανείζεται από τους εταίρους της αναξιοπρεπώς και εξευτελιζόμενη, τότε δεν θα είχαμε καμία απολύτως αντίρρηση – θα αποδεχόμαστε δηλαδή ευχαρίστως το λάθος μας. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε ήδη αναφερθεί στο θέμα λεπτομερώς, καθώς επίσης γενικότερα στην αιτιολογία της διαγραφής.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις