ΒΕΛΗ ΚΑΙ... ΒΕΛΑΚΙΑ

>>> Μην με παρεξηγήσετε >>> αλλά ο τρόπος παρουσίασης από τα ΜΜΕ >>> του πολέμου στην Ουκρανία και των επιπτώσεών του >>> θυμίζει τηλεοπτική εκπομπή, με τοποθέτηση προϊόντος >>> και το προϊόν είναι το αμερικανικό LNG >>> το "καλό", το ακριβό, το αμερικάνικο LNG....
__________________________________________________________________________________________________

Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Απραγοι και κουρασμένοι

Του Στέφανου Κασιμάτη
Από προχθές, αν το προσέξατε, έχουμε μπει σε ένα νέο κύκλο του μαρτυρίου μας. Εχουμε πιάσει το νέο τροπάριο για την τρόικα: «Μας κούρασαν, δεν αντέχουμε άλλο, να φύγουν!» Ορισμένοι -όπως ο αξιοσέβαστος Αδαμάντιος Πεπελάσης, στον οποίον η ηλικία επιτρέπει να μη χάνει χρόνο με λεκτικές περικοκλάδες- εκφράζουν την κούρασή τους απεριφράστως. Αλλοι την κοινοποιούν με την γκρίνια και διά της τεθλασμένης. Ανεξαρτήτως, όμως, του αν
συμφωνεί κάποιος με παρόμοιες απόψεις ή όχι, η κόπωση είναι πραγματική. Αυτό το πράγμα κάθε τόσο δεν αντέχεται. Δεν πάει άλλο.
Ομως, τι κόπωση είναι αυτή, αλήθεια; Είναι κόπωση η οποία οφείλεται στη θεραπεία που έχουμε συμφωνήσει ή στην απροθυμία μας να ακολουθήσουμε τη θεραπεία; Προσωπικώς, δεν έχω αμφιβολία ότι ισχύει το δεύτερο. Σχεδόν τρία χρόνια τώρα κωλυσιεργούμε συστηματικά. Δίνουμε επικές σκιαμαχίες για τις λέξεις. Λόγου χάρη, όχι για να κάνουμε κάτι με τη δημόσια περιουσία που μένει και κάθεται, αλλά για να αποφασίσουμε αν αυτό το άδηλο και απροσδιόριστο που θα κάνουμε πρόκειται να το πούμε «αξιοποίηση», «εκμετάλλευση», «πώληση» ή «ξεπούλημα». Οχι για να απαλλάξουμε το Δημόσιο από περιττά βάρη, αλλά για να συμφωνήσουμε αν αυτούς που εξαπατούν το κοινωνικό σύνολο και ζουν εις βάρος των φορολογουμένων θα τους πούμε «άχρηστους» ή «επίορκους». Πού και πού πετάμε και κανένα μεγαλεπήβολο, για να εντυπωσιάσουμε: το «fast track», π.χ., υποτίθεται ότι θα άνοιγε τον δρόμο για τις επενδύσεις πριν από τρία χρόνια· ο «συνήγορος του επενδυτή» υποτίθεται ότι θα τον ανοίξει τώρα. Και μένουμε σε κάτι τέτοια, στάσιμοι. Μπουρδολογία, υψηλή ρητορική και λιγάκι φιγούρα, εφόσον μας παίρνει - γιατί είναι και το χούι μας η φιγούρα, βλέπετε. Ετσι κάθε τόσο καλούμεθα να συμφωνήσουμε ξανά όσα έχουμε συμφωνήσει στο παρελθόν χωρίς να τα έχουμε εφαρμόσει και υπογράφουμε νέα Μνημόνια. (Αλήθεια, πόσα είναι μέχρι τώρα, τρία;)

Η διαβόητη τρόικα, όμως, δεν έχει καμία ευθύνη για την κατάσταση αυτή. Αυτοί οι κύριοι που την απαρτίζουν -τους οποίους εμείς δαιμονοποιούμε κατά κόρον- υπάλληλοι είναι και έχουν μία συγκεκριμένη δουλειά: να παρακολουθούν ανά τακτά διαστήματα την τήρηση μιας συμφωνίας μεταξύ ημών και των δανειστών μας, να διαπιστώνουν αν πραγματοποιούνται τα συμφωνηθέντα. Αυτό κάνουν και το κάνουν μέσα στα όρια των όποιων δυνατοτήτων τους και της εντολής τους. Εμείς, όποτε μας συμφέρει, θυμόμαστε την υπαλληλική ιδιότητά τους, εφόσον αυτό βολεύει για να τους μυκτηρίσουμε («υπαλληλίσκοι με κοστουμάκια των εκπτώσεων» ―εμείς οι κιμπάρηδες, οι μορφονιοί...) και μονίμως παραλείπουμε να θυμόμαστε ότι τα καθήκοντά τους απορρέουν από τη δική μας προσφυγή στους δανειστές. Οτι τους έχουμε σήμερα στον σβέρκο μας είναι το αποτέλεσμα της δικής μας ελεύθερης επιλογής. Μας κατσικώθηκαν, επειδή προτιμήσαμε να δανειστούμε παρά να πάμε άπατοι. Κάνω λάθος μήπως;

Ομως, θα το ξαναπώ, η κόπωσή μας είναι πραγματική. Κι αν εκφράζομαι σε τόνο ελαφρώς ανοίκειο, είναι γιατί νομίζω ότι θα βοηθούσε κάπως την κατάσταση αν αναγνωρίζαμε την αιτία της, δηλαδή τη δική μας απραξία απέναντι στο δικό μας πρόβλημα. Μας καταβάλλει η κόπωση αυτού που δεν ανταποκρίνεται στην πρόκληση των μεταρρυθμίσεων και βολεύεται με την αναλγησία της ευκολίας: την αύξηση της ανεργίας και τις οριζόντιες περικοπές επί δικαίους και αδίκους. Και επειδή μένουμε άπραγοι, μας καταβάλλει επιπλέον και ο πάντα επικρεμάμενος φόβος της καταστροφής. Θυμάστε το ανέκδοτο με τον τύπο που μένει από λάστιχο στην ερημιά και αρχίζει να ανηφορίζει προς το μοναδικό φως που φέγγει στην κορυφή του λόφου; Καθώς ανεβαίνει το μονοπάτι μες τη νύχτα, για να ζητήσει ένα γρύλο, όλο σκέπτεται τι κακό θα του συμβεί αν ο άνθρωπος που θα βρει στο μοναχικό σπίτι είναι δύστροπος και τον ταλαιπωρήσει. Οταν επιτέλους του ανοίγει την πόρτα μια καλόβολη γριούλα, εκείνος, κουρδισμένος από τα πλάσματα της φαντασίας του, της φωνάζει: «Ε, άντε στο διάολο κι εσύ κι ο γρύλος σου!» Χωρίς καν να τη ρωτήσει αν έχει γρύλο. Τηρουμένων των αναλογιών, παρομοίου τύπου είναι η κόπωσή μας.

Ορισμένοι διαπιστώνουν ότι, εξαιτίας της κρίσης, η οικονομία έχει επιβληθεί στην πολιτική. Μα, εδώ σ’ εμάς, η πολιτική απουσιάζει τελείως. Η ρεαλιστική προσέγγιση λέει ότι η οικονομία επιβάλλει, πράγματι, αναγκαιότητες συγκεκριμένες και αδήριτες, ενώ η πολιτική βρίσκει τους κατάλληλους τρόπους για να τις εξυπηρετήσει. Από την πλευρά της κυβέρνησης, εμείς έχουμε την πολιτική των καθυστερήσεων, εν αναμονή -υποθέτω- κάποιου θαύματος. Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, έχουμε την πολιτική της ουτοπίας: το γνωστό παραμύθι για τον άλλο δρόμο, που περιέργως κανείς δεν τον έχει πάρει είδηση, εκτός από εμάς τους πονηρούς. (Αερολογίες, όπως οι συμμαχίες της φαντασίας του Αλέξη Τσίπρα, «που ακόμη κι αν δεν τις έχουμε πρέπει να τις αναδείξουμε», όπως είπε επί λέξει σε πρόσφατη συνέντευξή του, ό,τι και αν σημαίνει αυτό...) Αυτό που λείπει, όμως, είναι η πολιτική του ρεαλισμού. Η απουσία της εντείνει την ψυχολογική κόπωση. Γιατί δεν γίνεται και άρρωστος να μένεις και να απαιτείς να νιώθεις καλά, χωρίς να περάσεις το ενδιάμεσο στάδιο της θεραπείας. Δεν είναι δυνατόν και μετεξεταστέος να μένεις και τον χαβαλέ σου να θέλεις όλο το καλοκαίρι. Αν δεν σε βαρεθεί η διεύθυνση του σχολείου να σε έχει κάθε χρόνο στην ίδια τάξη, κάποτε θα κουραστείς εσύ και θα τα παρατήσεις μόνος σου...

0 Σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια και παρατηρήσεις