γερμανικά και μόνον συμφέροντα.
Θα ήθελα να τονίσω ευθύς εξαρχής να τονίσω ότι πάρα πολλά από τα στοιχεία που παραθέτω τα έχω αντλήσει από την αρθρογραφία του έλληνα χρηματιστηριακού και οικονομικού αναλυτή, με έδρα το Λονδίνο, κ. Πάνου Παναγιώτου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Γερμανία αντιμετώπισε την παρ' ολίγο κατάρρευση εταιρειών κολοσσών τεχνολογίας και τηλεπικοινωνιών. Αυτό προκάλεσε έναν χρηματοοικονομικό πανικό που αντέστρεψε τη ροή των επενδυτικών κεφαλαίων και έσπρωξε τη χώρα στην ύφεση. Αντί τα κεφάλαια να επενδύονται σε γερμανικές τράπεζες και γερμανικά περιουσιακά στοιχεία, οι επενδυτές πουλούσαν οτιδήποτε γερμανικό και οπωσδήποτε γερμανικά τραπεζικά και κρατικά ομόλογα. Έτσι, τα επιτόκια άρχισαν να αυξάνονται, να δυσχεραίνεται η χρηματοδότηση της οικονομίας σε μία περίοδο που το κόστος από την απορρόφηση της ανατολικής Γερμανίας εξακολουθούσε να δημιουργεί πολύ αυξημένες ανάγκες.
Ήταν τότε που το ευρώ έχασε πάνω από 20% έναντι τού δολλαρίου και η Γερμανία είχε μολυνθεί από μία νομισματική κρίση.
Όπως έγραψε σε άρθρο του, ο Π. Παναγιώτου, η στιγμή που κτυπήθηκε η Γερμανία ήταν πολύ σημαντική, καθώς "ο βασικός της εμπορικός εταίρος, οι ΗΠΑ, κυλούσαν σε μία βαθιά ύφεση, ο αναδυόμενος οικονομικός γίγαντας, η Κίνα, βρισκόταν ακόμη στα πρώιμα στάδια εισαγωγής προϊόντων του δυτικού πολιτισμού και δεν μπορούσε να τραβήξει την γερμανική οικονομία έξω απ' την ύφεση. Η Ευρώπη, δεν είχε ακόμη ενιαίο νόμισμα και οι περισσότερες χώρες έβρισκαν ακριβά τα γερμανικά προϊόντα όταν τα μετέτρεπαν στο εθνικό τους νόμισμα.".
Κατά τον ίδιον, η Γερμανία, με σύμμαχο την Γαλλία που για λόγους σχετιζόμενους με την ενοποίηση τής γείτονός της ήθελε το ίδιο πράγμα, χρειαζόταν άμεσα το ευρώ αλλά με όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες. "Παραβλέποντας λοιπόν την πραγματική τους ικανότητα να προσχωρήσουν, υποδέχτηκε ανέτοιμα για την Ένωση κράτη, όπως την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία και στη συνέχεια χρησιμοποίησε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ως αντλία που τα φούσκωνε με φθηνό ρευστό ώστε με την πλεονάζουσα ρευστότητα τους να μπορούν να αγοράζουν τα ακριβά γερμανικά προϊόντα.".
Το επακόλουθο με την γρήγορη εισαγωγή τού ευρώ και την άφθονη ροή κεφαλαίων ήταν οι κυβερνήσεις τών νότιων χωρών να βρίσκονται παγιδευμένες από πολιτική άποψη: από τη μία πλευρά δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τους πολίτες τους και να εμποδίσουν την περαιτέρω αύξηση τής ρευστότητας για να προστατεύσουν τις οικονομίες τους και, από την άλλη, τους ήταν ευκολώτερο και πολιτικά πιό "ευχάριστο", να τονίζουν συνεχώς την οικονομική ανάπτυξη χωρίς, βεβαίως, να λένε ότι ήταν πλασματική. Ακολούθησε ο πληθωρισμός και οι κυβερνήσεις "ρίχνοντας το βάρος τους περισσότερο στην αντιστάθμιση τών κοινωνικών συνεπειών τού πληθωρισμού παρά στην αντιμετώπισή του, έκαναν αυξήσεις μισθών και συντάξεων, που σε συνδυασμό με την παράταση τής πολιτικής χαμηλών επιτοκίων τής ΕΚΤ προκάλεσε περαιτέρω ενίσχυση τών πληθωριστικών πιέσεων.". Αυτή η τραπεζική πολιτική συνεχίστηκε μέχρι και το 2007 με αποτέλεσμα σιγά σιγά να "καίγεται" οικονομικά η ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Όπως γράφει ο Π. Παναγιώτου, "Το 2005 ο διευθυντής οικονομικών της επενδυτικής εταιρίας Nomura σε συζήτησή του με ανώτατο αξιωματούχο τής ΕΚΤ παρατήρησε πως ήταν άδικο να εξωθούνται οι χώρες τής ΕΕ εν αγνοία τους στη διάσωση τής -υπεύθυνης για την κρίση της- Γερμανίας, με το να φουσκώνονται εσκεμμένα οι οικονομίες τους μέσω μίας παρατεταμένης πολιτικής νομισματικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ ώστε να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα. Ο αξιωματούχος της ΕΚΤ του έδωσε την εξής απάντηση: "αυτή είναι η έννοια ενός ενιαίου νομίσματος: επειδή η Γερμανία δεν μπορεί κατ' εξαίρεση να υιοθετήσει ένα πακέτο τόνωσης, η μόνη άλλη επιλογή είναι να σηκώσει όλη την Ένωση μέσω τής νομισματικής πολιτικής.”
Και ποιος δεν θυμάται το τί γινόταν εκείνα τα χρόνια! Οι τράπεζες δανείζονταν από την ΕΚΤ με σχεδόν μηδενικό κόστος και στη συνέχεια κυνηγούσαν τους πολίτες να τους δανείσουν για να αγοράσουν σπίτια, αυτοκίνητα και άλλα προϊόντα που είτε δεν θα μπορούσαν είτε θα το σκέφτονταν πολύ πριν δανειστούν για να τα αποκτήσουν. Αυτό έκανε Έλληνες, Ιταλούς, Ισπανούς, Πορτογάλους και άλλους να μάθουν να ζουν πέρα από τις πραγματικές τους δυνατότητες, ενώ την ίδια στιγμή έβλεπε την οικονομία της να διασώζεται με τα χρήματα τής περιφέρειας, τα οποία ωθούνταν στην κατανάλωση, παρά στην εγχώρια παραγωγή. Η Siemens και άλλοι γερμανικοί κολοσσοί κατέγραφαν κέρδη ρεκόρ εξαιτίας του εμπορίου τους με το Νότο και αυτά αντικατοπτρίζονταν στις τιμές των μετοχών τους στα μεγαλύτερα χρηματιστήρια του κόσμου, πολλαπλασιάζοντας τον πλούτο τους.
Ενδεικτικό στοιχείο των αποτελεσμάτων της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ στην Ελλάδα είναι η εξέλιξη τής αγοράς κατοικίας και τής αγοράς αυτοκινήτου. Οι άδειες για την ανέγερση κατοικίας το 2006, πέντε χρόνια από την υιοθέτηση του ευρώ, ήταν κατά 800% περισσότερες απ' όσες το 2001, τελευταία χρονιά προ ευρώ. Οι πωλήσεις αυτοκινήτων πολλαπλασιάστηκαν. Τα 'φθηνά' ιαπωνικά, ιταλικά, γαλλικά και άλλα αυτοκίνητα που ο Νότος επέλεγε κατά κόρον στη δεκαετία του '90 ανταλλάχθηκαν με ακριβά και πολυτελή γερμανικά.
Εξάλλου, είναι επίσης ενδεικτικό της χείρας βοηθείας του ευρωπαϊκού Νότου προς την Γερμανία η αύξηση των γερμανικών εξαγωγών στην Ελλάδα και η μείωση των ελληνικών προς την Γερμανία, σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ. Στην προ ευρώ δεκαετία η Γερμανία έκανε εξαγωγές ύψους περίπου 35 δις δολαρίων. Στη μετά ευρώ δεκαετία οι γερμανικές εξαγωγές στην Ελλάδα αυξήθηκαν στα 70 δις δολάρια, καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 100%. Στα έτη 1997-1998 οι εισαγωγές γερμανικών προϊόντων είχαν ανέλθει στα 7,7 δις δολάρια. Δέκα χρόνια αργότερα, στα έτη 2007-2008 η Ελλάδα εισήγε γερμανικά προϊόντα ύψους, περίπου, 21,5 δις δολαρίων σε μία αύξηση κοντά στο 300%.
Οι αυξημένες εισαγωγές γερμανικών προϊόντων, όμως, δεν αντισταθμίσθηκαν από αυξημένες γερμανικές εισαγωγές. Η Γερμανία έκανε το αντίθετο. Ενδεικτικά, οι εισαγωγές ελληνικών προϊόντων απ' τη Γερμανία το 1992 ήταν 2,2 δις δολάρια και το 2002, έτος υιοθέτησης του ευρώ ανήλθαν στο 1,7 δις δολάρια. Συγχρόνως, το Βερολίνο, για να προφυλαχθεί από τη δημιουργία φουσκών στο «σπίτι» του, έλαβε μέτρα μείωσης της ρευστότητας και ακολούθησε μία αντιπληθωριστική πολιτική, η οποία όξυνε περισσότερο τις αποκλίσεις με τους εταίρους της κάνοντας το Νότο ακόμη λιγότερο ανταγωνιστικό.
Οι γερμανικές τράπεζες διέθεταν πλέον πολύ ρευστό και άρχισαν να αγοράζουν κρατικά ομόλογα των χωρών του Νότου, τα οποία προσφέρονταν με αξιόλογα επιτόκια. Ήταν πλέον η σειρά των νότιων κυβερνήσεων να αρχίσουν να δανείζονται για να χρηματοδοτούν τα ελλείμματα που δημιουργούνταν από την υπερκατανάλωση.
Έτσι, μέχρι το 2007 το σχέδιο του Βερολίνου είχε πετύχει όπως επισημαίνει ο Π. Παναγιώτου: «η χώρα είχε ξεπεράσει την ύφεση χωρίς να χρειαστεί να αυξήσει το χρέος και τα ελλείμματά της, είχε μετατραπεί σε πρώτη εξαγωγική δύναμη στον κόσμο έχοντας εκμεταλλευτεί την απογείωση της πίστωσης στην ευρωζώνη αλλά αποφεύγοντας, εντέχνως, τις συνέπειες για την ίδια και παράλληλα είχε αναστήσει τη χρηματοοικονομική της αγορά και είχε σώσει το τραπεζικό της σύστημα. Στο μεσοδιάστημα, όμως, είχε ζώσει το Νότο με ωρολογιακές οικονομικές βόμβες.»
Ακολούθησε η αμερικανική κρίση, η οποία εξελίχτηκε σε ένα παγκόσμιο τσουνάμι. Οι ωρολογιακές βόμβες στην ευρωζώνη άρχισαν να πυροδοτούνται.
Αλλά, κατά τον Π. Παναγιώτου, «το σκάσιμο της αμερικανικής φούσκας κατοικίας, η αμερικανική τραπεζική κρίση, η μετεξέλιξη της κρίσης σε διεθνή, η παγκόσμια και ιστορικών διαστάσεων οικονομική ύφεση, το διεθνές χρηματιστηριακό κραχ μετοχών και η εκτίναξη των τιμών πετρελαίου και τροφίμων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τιμών ήταν μερικά απ' αυτά με τα οποία είχε έρθει αντιμέτωπη η Ελλάδα μεταξύ 2006 και 2008 και κόντρα σε κάθε πρόβλεψη είχε αντέξει.»
Όμως, η πτώχευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο 2008 δημιούργησε την χειρότερη κρίση που είχε να αντιμετωπίσει η παγκόσμια οικονομία επί 80 χρόνια. Αντιμέτωπη με το τεράστιο αυτό πρόβλημα, «η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα παρείχε μυστικά δάνεια ύψους, σχεδόν, 10 τρις δολαρίων σε αμερικανικές και διεθνείς τράπεζες προκειμένου να αποτρέψει το απόλυτο χάος και μείωσε τα επιτόκια του δολαρίου σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, κοντά στο μηδέν. Οι ελληνικές τράπεζες, βέβαια, δεν έλαβαν κρυφά δάνεια απ' τις ΗΠΑ.»
Θα περίμενε κανείς ότι η ΕΚΤ θα ακολουθούσε το παράδειγμα της Αμερικανικής και θα μείωνε τα επιτόκια. Και όμως έκανε το αντίθετο: αύξησε τα επιτόκια και έτσι η ήδη πενιχρότατη ρευστότητα έγινε πανάκριβη και πολύ δύσκολα μπορούσε να αντληθεί. Ήταν φανερό ότι η ΕΚΤ ενεργούσε ως εντολοδόχος του Βερολίνου. Και ο Π. Παναγιώτου επισημαίνει ότι η ΕΚΤ «ενώ στα χρόνια που η ρευστότητα ήταν πλεονάζουσα και προκαλούσε φούσκες και πληθωρισμό η ΕΚΤ διατηρούσε τα επιτόκια στο 2%, την ώρα της ιστορικής κρίσης που χρειαζόταν φθηνό χρήμα για να αποφευχθεί ο αντιπληθωρισμός και να αντιμετωπιστεί η ύφεση, η ΕΚΤ προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων προκαλώντας ένα ακόμη καταστροφικό χτύπημα στην ευρωζώνη και ειδικά στις χώρες του Νότου.»
Για τον Π. Παναγιώτου είναι προφανέστατο ότι «πίσω από αυτήν τη φαινομενικά παράλογη και προφανώς καταστροφική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, κρυβόταν και πάλι τα συμφέροντα της Γερμανίας, η οποία είχε εμπλακεί σε έναν άνευ προηγουμένου νομισματικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, προσπαθώντας να εκθρονίσει το δολάριο με το να αυξάνει τα επιτόκια του ευρώ προσελκύοντας έτσι κεφάλαια απ' όλο τον κόσμο στη Φρανκφούρτη, η οποία και διεκδικούσε, πλέον, με αξιώσεις απ' το Λονδίνο το ρόλο του νέου ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού κέντρου».
Αλλά, η Ουάσιγκτον απάντησε με την ισχυροποίηση του δολαρίου και την εκ νέου προσέλκυση κεφαλαίων των επενδυτών, που αποχωρούσαν από την Ευρώπη με την πώληση περιουσιακών στοιχείων σε ευρώ, αλλά και τραπεζικών και κρατικών ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας, τα οποία άρχισαν να δοκιμάζονται επικίνδυνα. Έτσι, «στα τέλη του 2008 με αρχές 2009 τα CDS και τα επιτόκια των ελληνικών, ισπανικών, πορτογαλικών και ιταλικών ομολόγων μπήκαν σε ανοδική τροχιά αφού οι διεθνείς επενδυτές πουλούσαν κάθε τι συνδεδεμένο σε ευρώ εξαιτίας των πολιτικών επιλογών της Γερμανίας.»
Το πρόβλημα ήταν πρωτίστως ευρωπαϊκό και έτσι οι χώρες της ΕΕ στράφηκαν για βοήθεια στην ΕΚΤ ζητώντας ένα πανευρωπαϊκό σχέδιο προστασίας των τραπεζών. Ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί προώθησε αυτήν τη λύση αλλά η Γερμανίδα Καγκελάριος Μέρκελ ήταν κάθετα αντίθετη απορρίπτοντας την προστασία του τραπεζικού συστήματος από την ΕΚΤ και επιβάλλοντας τη στήριξη των τραπεζών με εθνικά κεφάλαια.
Η Ελλάδα βρέθηκε σε βαθειά κρίση, έχοντας, μάλιστα την υποχρέωση -λόγω των επιλογών Παπανδρέου- να έχει πάνω από το κεφάλι της το ΔΝΤ. Και τελικά η Αθήνα χρειάσθηκε την βοήθεια της Γερμανίας. Και τονίζει ο Π. Παναγιώτου:
«Η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της ΕΕ, όμως, είχε άλλα σχέδια καθώς είδε στην ελληνική και στην ευρωπαϊκή κρίση μια διπλή ευκαιρία:
α) να πετύχει την έξοδο της ίδιας απ΄ τη μεγαλύτερη ύφεση στην ιστορία της με το να μετατραπεί σε πόλο έλξης κεφαλαίων εξασφαλίζοντας ένα μέγα πακέτο τόνωσης βασιζόμενο στην αστείρευτη ρευστότητα και στο χαμηλό κόστος κρατικού δανεισμού της
β) να προωθήσει τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης κάτω απ' την ηγεμονία της, σχέδιο που είχε εκπονηθεί αλλά είχε μείνει στάσιμο απ' τα τέλη της δεκαετίας του '80 και το οποίο αποτυπώνεται με μεγάλη σαφήνεια στα απόρρητα έγγραφα εκείνης της περιόδου που αποχαρακτηρίστηκαν μόλις προσφάτως.»
Και συνεχίζει ο Π. Παναγιώτου: «Σήμερα, περισσότερο από δυόμιση χρόνια απ' το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, η Γερμανία έχει προχωρήσει πολύ στην υλοποίηση των δύο αυτών στόχων. Όσον αφορά στον πρώτο, η οικονομία της αναπτύχθηκε με τους μεγαλύτερους ρυθμούς απ' την επανένωση της χώρας, καταγράφοντας παράλληλα μία σειρά θετικών ρεκόρ δεκαετιών. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το πακέτο τόνωσης που απόλαυσε η Γερμανία από τη μεταφορά κεφαλαίων απ' το Νότο στις τράπεζες της αλλά και από τη μετατροπή της σε καταφύγιο κεφαλαίων απ' όλο τον κόσμο (….) Όσον αφορά στο δεύτερο στόχο της, η Γερμανία αναδείχτηκε ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ΕΕ, θέτοντας και επιβάλλοντας τους κανόνες της και προχωρώντας στην εμβάθυνση της ευρωζώνης με μεγαλύτερα βήματα από ποτέ. Η παράδοση εθνικής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκά και υπό γερμανικό έλεγχο ιδρύματα είναι η νέα τάση που μετατρέπει τη Γερμανία σε ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, χάρη στην ελληνική και την ευρωπαϊκή κρίση.»
Αυτό που πρέπει ίσως να συνειδητοποιήσουμε, είναι ότι η Γερμανία συμπεριφέρεται πλέον ως ηγεμονική δύναμη και δεν θα κάνει ποτέ κάτι που να εξυπηρετεί το γενικό ευρωπαϊκό συμφέρον αν δεν εξυπηρετείται πρωτίστως το δικό της. Η εταιρική αλληλεγγύη ισχύει μόνο από τον πιο αδύναμο προς τον πιο δυνατό. Η Γερμανία θα αντιμετωπίζει πάντα τις πιο αδύναμες οικονομικά χώρες με αλαζονεία και θα επιδιώκει να ισχυροποιείται εις βάρος τους αφού αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει τον ηγετικό της ρόλο.
Βεβαίως, η Ελλάδα και οι κυβερνήσεις της, από την εποχή Σημίτη και μετά έκαναν πάρα πολλά λάθη και εν πολλοίς έδρασαν μέσα σε πανικό με αποκορύφωμα την κυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία έφθασε στο σημείο να αποδεχθεί και ευθύνες που οπωσδήποτε δεν ήσαν ελληνικές, να αυτοδυσφημίζεται διεθνώς και το κυριότερο να αδυνατεί να αντιληφθεί και να αναδείξει τις ευθύνες και τον ρόλο άλλων σε ιστορικής σημασίας γεγονότα και καταστάσεις. Και έτσι διέπραξε ένα «αυτοκτονικό λάθος.»
ΣΝΕΒΕΜΠΕΤ
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις