Ο Άκης δεν είχε κοιμηθεί καλά. Μια ανεξήγητη καούρα τον κράτησε ξύπνιο μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Και να πεις ότι είχε φάει βαριά.. Σαν καλός χριστιανός νήστευε όλη την Μεγάλη Εβδομάδα. Λίγο καπνιστό σολομό και ελάχιστο μπελούγκα. Έτσι για τη γεύση. Ήταν και κείνο το μαύρο προαίσθημα που τον είχε κυριεύσει. Είδε κι ένα όνειρο που πιο μαύρο αρχίζεις να ψάχνεις
«Μα τα 1000 υποβρύχια, αυτός ήταν νεκρός! Τί διάολο συνέβαινε;»
Το ηχοσύστημα άρχισε να παίζει ένα τραγούδι που για πρώτη φορά άκουγε
Άρχισες απ’ τα χαμηλά
Μαζί με τον Αντρέα
Γενήκατε όμως τρανοί
Στη λαμογιά παρέα
Έφαγες τον αγλέουρα,
Σε φώναζαν ακρίδα
Δεν σου κανε ο τραχανάς
το ριξες στη γαρίδα
Κι αυτά τα υποβρύχια
Άραγες επιπλέουν;
Κάνουνε για τον πόλεμο
Ή μπάζουν, καταρρεόυν;
Μες το κελί φροντίσαμε
Πολλές ανέσεις να χεις
Να είσαι σαν στο σπίτι σου,
Να θες να μας ξανάρθεις
Εκείνη τη στιγμή, ο Τάι χτύπησε την πόρτα του υπνοδωματίου του και τον ξύπνησε, γλυτώνοντάς τον από τον εφιάλτη. Ήθελε να τον ενημερώσει ότι το πρωινό είχε σερβιριστεί. Φόρεσε την ρόμπα του από Ιαπωνικό μετάξι και κατέβηκε αργά την εσωτερική σκάλα από φίνο Πεντελικό μάρμαρο. Κι εκεί που μασούλαγε το τρίτο κρουασάν με ελβετική πραλίνα ακούστηκε απ’ έξω ο μαύρος χαμός και η σκούρα φασαρία. Τα κουδούνια άρχισαν να χτυπούν σα δαιμονισμένα και αστυνομικές σειρήνες ήχησαν. Όπως ακριβώς και στο όνειρο ήλεγξε από το θυροτηλέφωνο. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα ήταν χειρότερα. Έξω απ’ την πόρτα διέκρινε τη Ράϊκου και μια ντουζίνα μπατσαίους. Του έδειχναν ένα χαρτί, το οποίο σύμφωνα με μια πρόχειρη εκτίμηση ήταν ένταλμα. Ήγγικεν η ώρα, είπε στον εαυτό του και προσέθεσε: Αν είναι να πέσω, θα πάρω και τα λαμόγια-plus μαζί μου. Ο πουλΑΚΗς θ’ αρχίσει να κελαϊδά!!
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις