Απορούσαν κάποιοι, στο ραδιόφωνο, πώς οι διαρρήκτες ήξεραν ότι είναι τρωτή η Πινακοθήκη ώστε να επιχειρήσουν την κλοπή των δύο πινάκων. Προφανώς, οι απορούντες δεν έχουν πάει στην Πινακοθήκη - ή, κι αν έχουν πάει, δεν έχουν μέτρα σύγκρισης για να εκτιμήσουν πώς είναι και πώς λειτουργούν οι πινακοθήκες στον υπόλοιπο κόσμο. Μου συμβαίνει όμως να έχω επισκεφθεί την Εθνική Πινακοθήκη αρκετές
φορές, τον περασμένο χρόνο, συνοδεύοντας ξένους φίλους και, γι’ αυτό, δεν συμμερίζομαι καθόλου την κατάπληξη των αδαών. Αντιθέτως, απορώ πώς οι κλέφτες έργων τέχνης είχαν αφήσει τόσο καιρό την ευκαιρία αναξιοποίητη!
Είναι φανερό ότι η Εθνική Πινακοθήκη βρίσκεται σε παρακμή. Είδα, λ.χ., πέρυσι την άνοιξη το παράδοξο οι υπάλληλοι να εργάζονται για το στήσιμο μιας έκθεσης σε ώρα όπου η Πινακοθήκη είναι ανοικτή για το κοινό, με αποτέλεσμα να μπαίνεις μέσα και να μην μπορείς να καταλάβεις πού τελειώνει το εργοτάξιο - αχούρι και πού αρχίζει η Πινακοθήκη για την οποία πλήρωσες είσοδο, ενώ μαστοράντζες πηγαινοέρχονται δίνοντας εντολές, ανάμεσα σε υπαλλήλους που έχουν επιστρατευθεί στο στήσιμο της έκθεσης και άναυδους τουρίστες, οι οποίοι ίσως αναρωτιούνται αν το χάος που τους περιβάλλει στην Εθνική Πινακοθήκη νοείται ως οιονεί έργο τέχνης. Την ίδια στιγμή, μια μητέρα με ένα μωρό στο καροτσάκι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα για να πάει στο κυλικείο, γιατί τον έχουν αγκαζάρει οι εργαζόμενοι στην προετοιμασία της έκθεσης. Ούτε από τις σκάλες όμως μπορεί να πάει, γιατί είναι απότομες και έχει το καροτσάκι. «Ετοιμάζουμε την έκθεση και δουλεύουμε όλοι εκεί, αλλιώς κάποιος θα σας βοηθούσε να κατεβείτε», της είπε ένας υπάλληλος, νομίζω με πρόθεση παρηγορητική.
Παρατηρούσα τη σκηνή και σκεπτόμουν ότι έβλεπα δύο λειτουργίες της Πινακοθήκης, οι οποίες λογικά θα πρέπει να γίνονται χωριστά, την προετοιμασία μιας έκθεσης και την απρόσκοπτη επίσκεψη του κοινού στους προσβάσιμους χώρους, να γίνονται ταυτοχρόνως, με αποτέλεσμα η μία λειτουργία να ακυρώνει την άλλη. Υπέθεσα ότι ο παραλογισμός θα ήταν το προϊόν κάποιων παλαβών εργασιακών ρυθμίσεων που επιβάλλει η ισχύς της δημοσιοϋπαλληλίας, με τις οποίες, προφανώς, η κυρία Λαμπράκη - Πλάκα δεν είχε ούτε την όρεξη ούτε και τις δυνάμεις να αναμετρηθεί. Αλλά και μια ματιά στο αξιοθρήνητο μαγαζάκι της Πινακοθήκης, σε μια ημέρα φυσιολογικής λειτουργίας, αρκεί για να καταλάβεις την παρακμή: στο φθαρμένο αντίτυπο του καταλόγου της Πινακοθήκης, που υπάρχει για να βλέπει ο επισκέπτης το περιεχόμενο του βιβλίου προτού το αγοράσει, στις τσακισμένες γωνίες και το σκισμένο, ξεκολλημένο εξώφυλλό του βλέπει κανείς όλη τη σημερινή μιζέρια της Πινακοθήκης.
Για την κατάσταση δεν ευθύνεται μόνον η γενική δυσθυμία του Δημοσίου λόγω χρεοκοπίας. Είναι πρόδηλο ότι η Πινακοθήκη πάσχει και λόγω κουρασμένης διοίκησης. Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα, διευθύντρια της Πινακοθήκης επί είκοσι χρόνια, έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε στην Πινακοθήκη, ιδίως κατά τη δεκαετία του 1990. Τώρα πλέον το μόνο που δικαιολογεί την παραμονή της είναι το πυκνό πλέγμα δημοσίων σχέσεων που την προστατεύει και τη διατηρεί στη θέση της· ίσως επειδή, όπως πάρα πολλοί άλλοι άνθρωποι στην Ελλάδα, και η κυρία Λαμπράκη - Πλάκα δεν μπορεί να φαντασθεί τον εαυτό της χωρίς δημόσιο ρόλο. Εχω ακούσει ότι όποτε τίθεται στον υπουργό Πολιτισμού Παύλο Γερουλάνο το ζήτημα της διαδοχής της σημερινής διευθύντριας, εκείνος ξεκαρδίζεται με τον χαρακτηριστικό, εγκάρδιο τρόπο του και αναφέρει ότι μόνον δύο γυναίκες έχουν τέτοια δύναμη ώστε να παρεμβαίνουν υπέρ τους ακόμη και πολιτικοί του ΣΥΡΙΖΑ. Η μία ήταν δημοσιογράφος στην κρατική τηλεόραση, η άλλη είναι η διευθύντρια της Πινακοθήκης. Αλλά αυτό σας το μεταφέρω με κάποια επιφύλαξη, γιατί δεν τον έχω ακούσει ο ίδιος...
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις