Σπύρος Παπαγιάννης
Τι είναι πατρίδα ακριβώς;
Το ερώτημα καιρό πλανάται στην ατμόσφαιρα μεταξύ ώτων, συνειδήσεων και υποσυνειδήτων με την εννοιφόρο λέξη της πατρίδος να εξέρχεται κάθε τόσο του στόματος των πολιτικών και να ρίπτεται σαν χειροβομβίδα στον κοινόχρηστο ακουστικό χώρο της τηλεοπτικοακουστικής κοινωνίας μας. Κι’ όποιον πάρει ο χάρος, γιατί η λέξη αυτή δεν ρίπτεται προς χαράν του τηλεθεάμονος κοινού, αλλά για να πληγώσει καρδιές, να ανασκάψει συνειδήσεις, και να παραπλανήσει εγκεφάλους. Δούρειος ίππος λοιπόν η μητρική αυτή λέξη αποτελεί πεδίον συνάντησης των ψυχών και των πνευμάτων των ενδοκοινωνικών ταξικών αντιπάλων, που μπερδεύονται καθημερινώς ο ένας στα πόδια του άλλου, αγνοώντας την ταξική υπόσταση του
γείτονα και μη μπορώντας να στοχοποιήσει τον ταξικό εχθρό, που περιφέρεται σα φάντασμα διεκδικώντας το σώμα του ενός ἤ του άλλου.
Κι έρχεται η λέξη αυτή, αθώα φαινομενικά για να προσδιορίσει με περισσή μητρική αγάπη, γεωγραφικά περισσότερο, τον κοινό εδαφικό χώρο όπου κινούνται και συμπλέκονται ψυχολογικά οι ενδοκοινωνικοί εταίροι, οι κοινωνικά ουδέτεροι περιπατητές, στοχαστές, ποιητές, επαίτες, τουρίστες, μα και οι μαχητικά συμπλεκόμενοι στους χώρους εργασίας και παραγωγής εργοδότες και εργαζόμενοι, έτοιμοι ανά πάσαν στιγμήν να περιβληθούν τον μανδύα του εκμεταλλευτή ἤ του θύτη οι πρώτοι και του εκμεταλλευόμενου θύματος οι δεύτεροι.
Και είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να αποφύγουν να λάβουν ταξική θέση στον υφέρποντα ενδοκοινωνικό ταξικό πόλεμο που αποσύρονται της κοινωνίας και μονάζουν στα μοναστήρια οι άνθρωποι του Θεού, που θέλουν να τους βλέπουν όλους σαν τέκνα του και αδελφούς τους, παρά να μπουν στον πειρασμό να καταστούν εργοδότες, ἤ εργαζόμενοι ἤ και ελεύθεροι επαγγελματίες ακόμη, διατηρώντας εφήμερες μόνο σχέσεις εκμετάλλευσης των συμπατριωτών και συνανθρώπων τους, άμεσα από την μία, διά της απ’ ευθείας ανθρώπινης επαφής τους και εξαργύρωσης των γνώσεων και ικανοτήτων τους και έμμεσα από την άλλη, διά της αποφυγής απόδοσης αποδείξεων και φορολόγησής τους.
Αυτός λοιπόν ο ταξικός λόγος, πολύ περισσότερο των σεξουαλικών πειρασμών και των κοινωνικών υποχρεώσεων στις οποίες αυτοί αργά ἤ γρήγορα οδηγούν, είναι ο κυριότερος ουσιώδης λόγος της κοινωνικής αποστασιοποίησης των ποθούντων την θέωση ανθρώπων. Και όταν λένε κάποιοι πως η κοινωνία δεν σε αφήνει να αγιάσεις, αυτό ακριβώς εννοούν, πως σε υποχρεώνει δηλαδή για να επιβιώσεις να μπεις στην μια ἤ την άλλη παράταξη των εκμεταλλευτών ἤ των θυμάτων, των χρηματικά ανεξάρτητων και ως εκ τούτου κοινωνικά ανάλγητων ἤ των χρηματικά εξηρτημένων, ψυχολογικά ανασφαλών και πρακτικά υπόδουλων.
Χάος απροσμέτρητο λοιπόν και τεράστια ψυχική απόσταση στον τρόπο που βιώνουν την κοινή εξωτερική πραγματικότητα της πατρίδος οι κοινωνικοί εταίροι. Και είναι για αυτόν κατ’ ουσίαν τον λόγο, της διατήρησης κοινωνικής και συναισθηματικής ουδετερότητος στον διαρκή κοινωνικό πόλεμο της εργασίας και της παραγωγής, που επιθυμούσαν πάντα οι Έλληνες μία θέση στο δημόσιο, με ολίγες από την μια χρηματικές απολαβές, μα χωρίς την σκιά του αφέντη εργοδότη πάνω τους και χωρίς την αναπόφευκτη συνειδητοποίηση της δουλείας τους..
Οι Έλληνες από την αρχαιότητα αναζητούσαν το μέτρο σε όλα και αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό την εργασία που ροκανίζει τον χρόνο του ανθρώπου και οδηγεί στην μακροπρόθεσμη δουλεία του, αν το αντίτιμό της είναι ευτελές, ἤ καταργεί την προσωπική του ανεξαρτησία, υποβαθμίζει την κοινωνική του αξιοπρέπεια και τραυματίζει την συναισθηματική του γαλήνη. Ο Έλληνας ποτέ δεν είδε το χρήμα σαν τον ύψιστο σκοπό της ζωής και γι’ αυτό και ο καπιταλισμός και η συσσωρευτική λογική του πλούτου δεν ήταν ποτέ στην φιλοσοφία του. Η αρχαία εξ’ άλλου άμεση δημοκρατία αυτή ακριβώς την τάση εξέφραζε, την προσπάθεια των πολιτών να συμβάλλουν από κοινού στην διαμόρφωση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών της πολιτείας, ώστε ασχέτως της κοινωνικής τους τάξης και των εισοδημάτων τους να νιώθουν κύριοι της μοίρας τους και αυτεξούσιοι.
Ας μην καταρώνται λοιπόν οι δυτικίζοντας νεοφιλελεύθεροι τους Έλληνες για την αποφυγή των επιχειρηματικών ευθυνών και τον λανθάνοντα σοσιαλισμό τους, που εκδηλώνεται με την προτίμησή τους να σταδιοδρομήσουν στο ενδιάμεσο των κοινωνικών αντιθέσεων χώρο του δημόσιου τομέα της οικονομίας, όσο και αν αυτός ταυτίσθηκε με τον κομματικό καιροσκοπισμό, το κομματικό πελατειακό κράτος και τις υπέρογκες δημόσιες δαπάνες. Αν η αγροτική ζωή δεν εξασφάλιζε πλέον τις απαιτήσεις του σύγχρονου ανθρώπου, ο δημόσιος τομέας της οικονομίας συγκράτησε για χρόνια τους Έλληνες στον τόπο τους και είναι επιπόλαιο κάποιοι να ισχυρίζονται πως αυτός εμπόδισε την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και όχι το αντίθετο, πως αυτός δηλαδή κάλυψε το υπάρχον κενό στην απασχόληση. Για να μάθει κολύμπι κάποιος δεν αρκεί να τον πετάξεις, όπως πιστεύουν οι νεοφιλελεύθεροι στην θάλασσα, έστω κι ’ αν ο πεθαμένος από μόνος του επιπλέει.
Παρ’ όλο λοιπόν που ο ορισμός της πατρίδος είναι δύσκολος, όπως και κάθε λεκτικός ορισμός μιας έννοιας, σήμερα, υπό το φώς των πρόσφατων εμπειριών μας, η πατρίδα αποκτά ένα άλλο νόημα, πολύ ουσιαστικότερο όλων των άλλων προσπαθειών νοηματικού προσδιορισμού της.
Αν η πατρίδα λοιπόν πρέπει να μας ενώνει, όσο και αν στην πράξη μας διαιρεί και αν η πατρίδα μας ως τώρα μας ένωνε πνευματικά, ιστορικά, φυλετικά, γλωσσικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά, όσο κι αν σε κάποιους δεν άρεσε αυτό και μας χώριζε ταξικά, μόνο στη βάση οικονομικών κριτηρίων, τώρα απέκτησε ένα νέο στοιχείο που μας ενώνει φαινομενικά όλους, πλούσιους και πτωχούς, ήτοι το κοινό δημόσιο χρέος, που άσχετα ποιοί το δημιούργησαν και ποιοί απέκτησαν διά αυτού ίδιαν περιουσία, πρέπει να το πληρώσουν όλοι, από κοινού.
Εδώ όμως κρυπτόμενοι πίσω από την έννοια της πατρίδος προσπαθούν κάποιοι να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα και να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι οι κεφαλαιούχοι δεν έχουν πλέον πατρίδα. Και πως μετά την άρση των οικονομικών συνόρων του επέβαλε πραξικοπηματικά ο διεθνής νεοφιλελευθερισμός, τα διαθέσιμα κεφάλαια μα και κεφαλαιοποιούμενα κέρδη των επιχειρήσεων, μεταναστεύουν μονίμως προς τις διεθνείς κεφαλαιαγορές των μεγάλων τραπεζών που μεθοδεύουν τον δανεισμό και την αφαίμαξη ταυτόχρονα των εθνικών οικονομιών. Επομένως στις πατρίδες τους οι κεφαλαιούχοι έχουν μόνο το ένα πόδι, ενώ το άλλο το ‘χουν στις διεθνείς τράπεζες και οι μόνοι που ‘ναι με δυό πόδια στην πατρίδα και καλούνται να πληρώσουν τα σπασμένα της είναι οι εργαζόμενοι και οι νοικοκυραίοι και όσοι τυχόν καλοπροαίρετοι επιχειρηματίες δεν ξεπουλήθηκαν στις απυρόβλητες πολυεθνικές, ἤ δεν μετανάστευσαν εγκαίρως στην αλλοδαπή.
Από την άλλη, το κερδοσκοπικό κεφάλαιο έχει πάρει από καιρό το πάνω χέρι απ’ το παραγωγικό και αδιαφορεί πλήρως για το τελευταίο, καθόσον η παραγωγή κατάντησε μονοπωλιακή υπόθεση της Κίνας και της Γερμανίας κατά δεύτερον λόγο, που ίσως και η τελευταία να είχε αποβιομηχανοποιηθεί αν δεν υπήρχε ο φόβος της Ρωσσίας.
Κάτω από την νεοφιλελεύθερη πολιτειακή διαχείριση τα κράτη δεν προβαίνουν σε κρατικές επενδύσεις για να αντισταθμίσουν την φυγή των επιχειρήσεων προς το εξωτερικό, η οποία στην δική μας περίπτωση επιδοτείτο κιόλας και δανείζονται αναγκαστικά και μάλιστα όχι από την εσωτερική αγορά της λαϊκής αποταμίευσης, για να μην χαλάσει η πελατεία των συγκοινωνούντων πλέον διεθνώς τραπεζών, μα από τις διεθνείς αγορές. Όμως όταν υπερχρεωθούν, τότε παραδίδονται άνευ όρων στους πιστωτές τους, για να καταλυθεί η εθνική τους κυριαρχία και να λεηλατηθούν οι κρατικές τους επιχειρήσεις ο εδαφικός τους πλούτος, μα και τα ασφαλιστικά τους ταμεία και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των απομάχων της εργασίας , όσον και τα μισθολογικά και εργατικά δικαιώματα των εργαζομένων τους και να μετατραπούν οι πολίτες τους σε ομήρους, φυλακισμένους στην ίδια τους την χώρα και την χωρίς μέλλον ελευθερία τους, υποχρεούμενοι να πληρώνουν φόρους για το κεφάλι τους και την κατοικία τους.
Υποχρεώνεται παράλληλα η οικονομία, για να καταστεί δήθεν πλεονασματική, σε μία βουτιά θανάτου και ένα φαύλο κύκλο φόρων και ελλειμμάτων, που όλοι ξέρουν πλέον πως δεν αποσκοπεί παρά στον βίαιο ακρωτηριασμό και σμίκρυνση των μεγεθών της, με κατάλυση κάθε έννοιας κοινωνικής αλληλεγγύης και κοινωνικού κράτους και τον συνεπακόλουθο εξοστρακισμό εκατομμυρίων ανθρώπων στο κοινωνικό περιθώριο. Κι’ όλα αυτά στο όνομα δήθεν της πατρίδος που ανακαλούν οι πολιτικοί διαχειριστές της κεφαλαιοκρατίας από την εργασιακή εφεδρεία των ιδεών, όπου την είχαν εξορίσει για να αδρανοποιήσουν με την επίκλησή της τα θύματά τους. Κι αφού η οικονομία μας καταστεί δήθεν πλεονασματική θα δανείζεται και πάλι από τα άλλα αδελφά, της νεοφιλελεύθερης συνδιαχείρισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτη, για όσο καιρό οι τράπεζες δεν θα την δανείζουν, για να πληρώνει τους τόκους των παλιών της δανείων σ’ αυτές και να μην χαθεί έτσι η συνέχεια των πληρωμών κάτω από τον εκβιασμό των τραπεζών και την αύξηση των επιτοκίων τους, κι’ αυτό υπό διεθνή πάντα οικονομικό έλεγχο, καθώς στο μέλλον δεν θα ‘χει κανένα πλέον περιουσιακό στοιχείο η πτωχευμένη μας πατρίδα για να της το κατάσχουν.
Έτσι λοιπόν μια πατρίδα μετατρέπεται σε αγελάδα των κεφαλαιούχων προς αιώνιο άρμεγμα, καθώς θα είναι ρυθμισμένες οι βιολογικές κοινωνικές λειτουργίες της να ανταποκρίνονται στις ετήσιες τοκοχρεωλυσικές της υποχρεώσεις και για την χάριν της οι πολίτες θα πρέπει να αποδεχθούν την συνυπογραφείσα, ερήμην αυτών, από τα νεοφιλελεύθερα κόμματα του κεφαλαίου θανατική καταδίκη της νομικής της υπόστασης, μα και αυτών των ιδίων ακόμη, ως κληρονόμων και δικαιούχων της.
Και όλα αυτά μέσα σ’ ένα κόσμο γενικότερης διαπλοκής πολιτικών, κυβερνήσεων και τραπεζών, με τις τράπεζες να επιχορηγούν ανευθύνως στημένες εικονικές επιχειρήσεις διαπλεκόμενων ανθρώπων της πολιτικής και κοινωνικής ελίτ και μετά τα κράτη να προστρέχουν με τα χρήματα των φορολογουμένων να καλύψουν τις οικονομικές τους φούσκες και μετά οι τράπεζες να υποβαθμίζουν τα κράτη που τις έσωσαν λόγω των ελλειμμάτων τους, που δημιουργήθηκαν εν πολλοίς από την οικονομική διάσωσή τους.
Ένα ατέλειωτο τρελοκομείο λοιπόν και ο κλέψας του κλέψαντος να αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της νεοφιλελεύθερης αυτόνομης πολιτικής διαχείρισης που οδηγεί την Δύση με αυτόματο πιλότο στην παρακμή και την Ελλάδα μας ως σφάγιο στον βωμό των αντιμαχόμενων κερδοσκοπικών συμφερόντων, με τους Έλληνες κεφαλαιούχους, τις Ελληνικές τράπεζες μα και τους ανευθυνοϋπεύθυνους ακόμη πολιτικούς της χώρας, να κερδοσκοπούν εις βάρος της, να δυσφημίζουν τους συμπολίτες τους που τους εξέλεξαν, να φορολογούν τα άψυχα σπίτια για να βγάλουν την ψυχή αυτών που βρίσκονται μέσα, να τους κόβουν σαν τους κακοποιούς το φώς για να τους εκβιάσουν να εκπορνευθούν για να βρούν χρήματα και « ο εκβιάσας του εκβιάσαντος» να ακολουθεί έτσι το «κλέψας του κλέψαντος» και η τρόϊκα να εκβιάζει τους εύκαμπτους επικυψίες και προσκυνολάγνους λαδάδες και λακέδες της πολιτικής ηγεσίας μας. Και εκείνοι με την σειρά τους εμάς όλους, πως θα μας αφήσουν στο σκοτάδι και στο κρύο, χωρίς φώς, πετρέλαιο, εργασία, μισθό και σύνταξη και όλα αυτά χάριν της πατρίδος. Έτσι, αυτή που παλιά ένωνε τα παιδιά της με την κοινή ιδέα του καθήκοντος, βλέπει τώρα την ιδέα αυτή να χρησιμοποιείται ως όπλο φθηνής πολιτικής παραπλάνησης από αυτούς που ενώ τάχθηκαν να φυλάγουν Θερμοπύλες στο όνομά της, χρησιμοποιούν το όνομά της εναντίον της και εναντίον των ζώντων παιδιών της, μια που γι΄ αυτούς οι ιδέες είναι απλές λέξεις, άψυχες, χωρίς πνεύμα και την πατρίδα την βλέπουν σαν οικόπεδο προς καταπάτηση και βιάζονται να της βάλουν φωτιά σαν οικοπεδοφάγοι και να μας διώξουν μια ώρα αρχύτερα στην Αυστραλία και όπου αλλού, για να μείνουν μόνοι τους με τους αλλοδαπούς εξαθλιωμένους λαθρομετανάστες και τους αθλοθετούντες την παγκόσμια αθλιότητα κερδοσκοπικούς ομοϊδεάτες τους.
Έτσι λοιπόν όλους εμάς, μας ενώνει η Ελλάς, του χρέους, των πολιτικών εκβιασμών και ψεμμάτων, της κατάργησης του συντάγματος αρχικά και της εθνικής κυριαρχίας μετέπειτα, που έρχεται να καταργήσει και αυτήν την ψευδεπίγραφη δημοκρατία της μεταπολίτευσης, που ήταν εξ’ αρχής κούφια, γιατί μας εδόθη τιμής ένεκεν, μετά μια εθνική καταστροφή, σαν χρυσωμένο χάπι γι’ αυτήν. Ένα χάπι που εμείς το κατάπιαμε αδιαμαρτύρητα, μην ξέροντας πως η δημοκρατία δεν παραχωρείται, μα κατακτάται, με σύγκλιση, με τον πολιτικό διάλογο της λογικής και των συμφερόντων των αντιπάλων κομμάτων και κοινωνικών τάξεων, κάθε μέρα. Εμείς όμως δεν γνωρίσαμε ποτέ τόσα χρόνια την δημοκρατική κοινωνική ειρήνη και κάποιον εθνικό προγραμματισμό και κάποια εθνική στρατηγική, παρά τον αλαζονικό θρίαμβο των κατασκευασμένων από τους εκλογικούς νόμους εφήμερων κομματικών πλειοψηφιών, που έβλεπαν πάντα την πατρίδα με ένα μάτι και μισή καρδιά και γι’ αυτό και εύκολα προσεχώρησαν στην ωμή, οικονομική θεωρία του νεοφιλελευθερισμού, που δεν γνωρίζει αφηρημένες συλλογικότητες και λέξεις όπως, πατρίδα, κοινωνία, έθνος, λαός, μα μόνο ανεξάρτητα, απομονωμένα και αποδυναμωμένα μεταξύ τους άτομα, που να ‘ναι εύκολα, σαν τους πολιτικούς μας, χειραγωγίσιμα.
Ο σώζων εαυτόν σωθείτω λοιπόν, εκτός κι’ αν την τελευταία στιγμή ξεπεράσουμε το πολιτικό δίλημμα του εξουσιαστικού κατεστημένου μας, « εθνική υποτέλεια ἤ κομμουνισμός» που θυμίζει το αλησμόνητο «σοσιαλισμός ἤ βαρβαρότητα» και επιλέξουμε εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατική διαταξική συνεργασία με κοινωνική δικαιοσύνη ταυτόχρονα. Αυτή μόνο αυτή δίνει περιεχόμενο στις πολιτικές ιδεολογίες, την ατομική ελευθερία των πολιτών, μα και την ίδια την δημοκρατία, για να μην είναι αυτή η δικτατορία της εκάστοτε πλειοψηφίας που έντεχνα μαγειρεύεται από τα ΜΜΕ και το πολιτικό παρασκήνιο.
Μετά το πάθημα και μάθημα πατριδογνωσίας που πήραμε στο πετσί μας και την γεύση της κοινωνικής και ατομικής ταυτόχρονα ακτημοσύνης και υποτέλειας που προετοιμάζει για εμάς η αυτοκρατορία του κερδοσκοπικού κεφαλαίου και των τραπεζών, ο δρόμος είναι ένας. Είναι ο δρόμος της συνεργασίας των πατριωτών,ασχέτως οικονομικής επιφάνειας, των νοικοκυραίων και των εργαζομένων σε ένα πλατύ μέτωπο εθνικής ανασυγκρότησης και αποτίναξης των κομματικών διαιρέσεων που εξυπηρετούν προσωπικές μόνο φιλοδοξίες.
Αντί του νεοφιλελεύθερου ανοίγματος των κλειστών δήθεν επαγγελμάτων πρέπει να ανοίξει η δημοκρατία στον λαό και στην κοινωνία και να καταργηθεί το μονοπώλιο της τηλεοπτικής παραπληροφόρησης, για να μπορεί ο λαός να ψηλαφά καθημερινά τα προβλήματά του και να θεραπεύει τις πληγές του. Έναντι της δημοκρατίας που αρχίζει και τελειώνει την ημέρα των εκλογών, πρέπει να ανοίξουμε τον δρόμο του ανοικτού προβληματισμού και της ιεράρχησης των προτεραιοτήτων της κοινωνίας από τον ίδιο τον λαό , πέρα από κόμματα και πρόσωπα, που δεν πρέπει να ασκούν παρά εκτελεστική μόνο εξουσία. Και με ένα πάντα γνώμονα, πως δεν νοείται εθνική ανεξαρτησία, και δημοκρατία χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη.
Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς και οι πιστωτές μας ένιωσαν την ανάγκη να τις καταργήσουν νομοθετικά αμφότερες, με την σιωπηρή συνενοχή του αμαρτωλού πολιτικού μας κατεστημένου και των πεπειραμένων επαγγελματιών πολιτικών προπαγανδιστών του .
Παλλαϊκή εθνική άμυνα λοιπόν κατά του κατεστημένου της ξενόδουλης, απάτριδος κεφαλαιοκρατίας, που κήρυξε με το πρόσχημα του χρέους, πόλεμο κατά της Ελληνικής κοινωνίας, παριστάνοντας την δήθεν αστική πεφωτισμένη πρωτοπορία της. Απέναντι στην Ένωση των νεοφιλελεύθερων κεφαλαιοκρατικών ηγεσιών της Ευρώπης και των υποτελών αστικών κομμάτων της δικής μας άρχουσας τάξης, ο λαός καλείται να ενώσει τις δικές του ψυχές και τις δικές του ψήφους, εδώ και τώρα, μια που άλλοι επέλεξαν τον χρόνο και το πεδίον της τελικής μαζί του αναμέτρησης.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις