Κρόνου ο γιος, ο Δίας, με τον διπλόφλογο τον κεραυνό του τη ρίχνει στον ύπνο του θανάτου;»
Ευριπίδου «Εκάβη», Στάσιμο Α΄, στ. 445-474, εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 39
Οι Τρωαδίτισσες είναι έτοιμες για το ανεπίστροφο ταξίδι της σκλαβιάς και της ατίμωσης. Η πόλη τους έχει πέσει. Οι άντρες τους, οι πατέρες, οι παππούδες τους, έφηβοι και νέοι πολεμιστές και άμαχοι, κείτονται κατασφαγμένοι. Λίγοι «τυχεροί» αντικρίζουν ανήμποροι όσα απέμειναν από την πάλαι ποτέ κραταιά πόλη τους. Φλόγες και συντρίμμια. Οι Αχαιοί θριάμβευσαν και επιβάλλουν το δίκαιο της ισχύος τους. Τα θηλυκά θα εκποιηθούν στους πλειοδότες και θα χρησιμεύσουν ως εργατικό δυναμικό και σκεύη ηδονής. Το αναμενόμενο από όσες ετοιμάζονται να διαβούν το κατώφλι της απόλυτης δυστυχίας είναι να
βλαστημούν και να κακολογούν τους τόπους όπου ανδρώθηκαν οι πολεμιστές που τις υποδούλωσαν.
Αυτό θα το στοιχημάτιζε ο σημερινός αναγνώστης: τις σκλαβωμένες να καταριούνται τις πόλεις των κατακτητών και να μην αφήσουν από το εύρος της κακολογίας τους ούτε λιθάρι ξένο. Προς έκπληξίν μας, οι κόρες και οι σύζυγοι και οι μανάδες των δύσμοιρων Τρώων εκφράζονται για την Αθήνα, τη Δήλο, την Φθία, την Δωρίδα και τις λοιπές έδρες των επιδρομέων με αγάπη και λεπτότητα. Τις αντιμετωπίζουν ως εστίες των θεών, σημεία ιερά κι αξιοσέβαστα. Οι αρχαίοι Έλληνες, κατά παράδοση, μόνο για τον Άδη είχαν να πουν πικρά λόγια κι αυτά ήταν περιγραφικά – όχι ονειδιστικά. Φυσικά, οι σχεδόν ερωτικές, διάπυρες πάθους και ιερότητας περιγραφές των τοπίων και της Φύσης δεν εντοπίζονται μόνο σε ένα από τα αριστουργήματα του Ευριπίδου (την Εκάβη εν προκειμένω). Βρίσκονται παντού. Σε όλα τα σωζόμενα έργα όλων των τραγικών.
Ιερός τόπος
Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης σε όλες τις τραγωδίες τους έχουν προσφέρει περιγραφές της Φύσης που ξεπερνούν σε ομορφιά κάθε τι το γνώριμο, το γήινο. Απογειώνουν το σημαινόμενο στα απρόσιτα ύψη των καθαρών ιδεών. Κάθε πολιτισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από την αυθόρμητη προσφορά αγάπης των μεγάλων δημιουργών του Γένους μας προς τον ιερό τόπο μας. Είναι πολύ πιθανό, για όσους έχουν ανοιχτά ακόμα τα μάτια τους, να ανακαλύψουν εκ νέου τον τόπο μας από τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές και τα λοιπά λεκτικά ηδύσματα των τραγικών. Η απόδοση τιμών στο ελληνικό τοπίο και τις θείες εκφάνσεις της συμπαντικής τάξης, όπως εκφράζεται στο περιβάλλον μας, ήταν αναντικατάστατο συστατικό του Δράματος και της Ποίησης.
Αυτός ο απλός «σελιδοδείκτης» στο βιβλίο του ελληνικού πολιτισμού καταδεικνύει την χαώδη απόσταση που χωρίζει τις εποχές της αρμονίας και της ουσιαστικής ένδειξης σεβασμού προς το περιβάλλον με την τρέχουσα αντίληψη της θέασής του σαν ένα «εργαλείο». Για τους Έλληνες αλλά και για πολλούς άλλους λαούς της αρχαιότητας η Φύση δεν αποτελούσε κάτι «νεκρό», ένα άθροισμα οργανικής και ανόργανης ύλης που απλά υπάρχει, βρίσκεται για να εξυπηρετεί τους ανθρώπους. Η χλωρίδα και η πανίδα, τα δάση, οι ποταμοί, τα ρυάκια, οι ωκεανοί, ο άνεμος και άπαντα τα στοιχεία ήταν εκδηλώσεις του θείου, κομμάτια από την σάρκα και το πνεύμα του, αέρας από την ίδια την ανάσα του και έπρεπε όλα να αντιμετωπίζονται με την δέουσα ευλάβεια.
Σύμπας χώρος που κινείτο ο Έλλην-άνθρωπος ήταν ναός. Γι’ αυτό η έννοια του κάλλους ήταν ταυτισμένη με την αίσθηση που εξέπεμπε η αρχιτεκτονική της εποχής. Οι πρόγονοί μας δεν διεκπεραίωναν την ζωή τους, αναμένοντας να «περάσει» λες και επρόκειτο για αγγαρεία. Την ομόρφαιναν βάζοντας το θείο και το ιερό στην καθημερινή εμπειρία τους, η οποία ήταν ένα με τον τόπο τους.
Στην εποχή της ρηχής και απάνθρωπης νεοτερικότητας οι άνθρωποι υποβιβάζουν την ιδέα της αγάπης στην Πλάση περιορίζοντάς την σε μια φτηνή, κενή περιεχομένου λέξη: οικολογία.
http://adiavroxoi.blogspot.gr
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις