ΒΕΛΗ ΚΑΙ... ΒΕΛΑΚΙΑ

>>> Μην με παρεξηγήσετε >>> αλλά ο τρόπος παρουσίασης από τα ΜΜΕ >>> του πολέμου στην Ουκρανία και των επιπτώσεών του >>> θυμίζει τηλεοπτική εκπομπή, με τοποθέτηση προϊόντος >>> και το προϊόν είναι το αμερικανικό LNG >>> το "καλό", το ακριβό, το αμερικάνικο LNG....
__________________________________________________________________________________________________

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Το ΟΧΙ που φεύγει και του ΝΑΙ που έρχεται

Σπύρος Παπαγιάννης
   Γιά άλλη μια φορά γιορτάσαμε το αθάνατο ΟΧΙ των πεθαμένων παππούδων και μπαμπάδων μας, που έμεινε πίσω τους ολοζώντανο και πάνω  από την εξέδρα των επισήμων, παρακολουθεί όπως ο θεός, να παρελαύνουμε μπροστά του υπνωτισμένοι,  κουρδισμένοι και από κεκτημένη ταχύτητα, εμείς που υπάρχουμε γιατί άλλοι μας γέννησαν και άλλοι μας άφησαν μια πατρίδα και μια ελευθερία, ματωμένη, μα υπαρκτή και αδιαπραγμάτευτη, ακέραια, με όλα τα νησιά της και όλα τα βουνά της.  Μα προπάντων με τα κατορθώματά της, που γιά άλλη μια φορά
έδειξαν ολόϊδια με τα αρχαία, χωρίς να χρειαθεί να γίνει κάποια εξέταση DNA να το πιστοποιήσει, ή να βγεί κάποιος ιστορικός να το επιβεβαιώσει ενάντια στις  επιφυλάξεις κάποιων αυτεπάγγελτων  αντιρρησιών συνείδησης, από αυτούς που σαν δικηγόροι του διαβόλου παραφυλάνε  στα τηλεοπτικά παράθυρα, έτοιμοι να αντιπαλέψουν κάθε είδους συνείδηση, εν τη γενέσει της.
 
Είναι παράδοση την μέρα αυτή να συννεφιάζει ο καιρός και να ετοιμάζεται ο χειμώνας να φέρει τα χιόνια του. Και ήταν  τότε που γεννήθηκε η γιορτή αυτή και κανείς δεν γιόρταζε το ΟΧΙ της, που είχε πάλι μαζέψει σύννεφα όλη η Ευρώπη, όχι μόνο στους ουρανούς της, μα στις ψυχές των ανθρώπων. Και δεν υπήρχε  ένα προηγούμενο  για να ψυχοπιαστεί κανείς, και μετά από το θαύμα των βαλκανικών πολέμων και την εκτίναξη της εθνικής ψυχής, είχε έρθει το τσαλάκωμα της μεγάλης ιδέας στην Μικρασία.
Και όπως και τώρα η δημοκρατία μας ήταν και τότε κολοβή, γιατί είχε ψηφίσει η ίδια να την σώσει ένα μέλος της, που δεν ήταν όμως γιαλαντζί μαχητής, μα ένας απ’ αυτούς που είχαν διπλασιάσει την Ελλάδα.
Και είχε πεί ήδη  το πρώτο του ΟΧΙ στους δανειστές της χώρας, που πιο διακριτικά είναι αλήθεια από τώρα, είχαν στρογγυλοκαθήσει από την εποχή του Τρικούπη σε κάποιο γραφείο και επόπτευαν τα οικονομικά του μαχόμενου λαού, καθότι με τον σκληρό χρυσούν κανόνα ήταν και τότε συνδεδεμένη η δραχμή, που υπήρχε όμως τουλάχιστον.
Και ήταν μετά τα σκάνδαλα του Βενιζελισμού και την οικονομική εξαθλίωση της προσφυγιάς, που απεφάσισε ο εντεταλμένος από το κοινοβούλιο κυβερνήτης της χώρας, στην κηρυχθείσα απ’ αυτό κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, να εξωπετάξει τους  τροϊκανούς της εποχής του και να πάρει διαζύγιο από την υποτέλεια δίνοντας στην δραχμή την ανεξαρτησία της, γιατί κατ’ αυτόν προείχε η εθνική επιβίωση, από τον λόγο τιμής του κράτους του.
Και τον πήγαν στο διεθνές δικαστήριο οι δανειστές, μα έχασαν οι καημένοι και έγινε αυτό νομικό προηγούμενο και μπόρεσε έτσι ο λαός, χωρίς δάνεια πλέον, μα και χωρίς  τους τόκους, και τους μισθούς των βολευτών πολυτελείας και υποτέλειας  να δεί τα θεμέλια του ΙΚΑ και του κοινωνικού κράτους να στήνονται, που κατά μοιραία  σύμπτωση, καταργούνται σήμερα που επέστρεψαν  οι δανειστές να πάρουν πίσω το αίμα τους.
  
Έτσι λοιπόν ο λαός είχε πετύχει τότε την οικονομική ανεξαρτησία του και θυμόταν ακόμα την μεγάλη του ιδέα και πως κάτι τον συνέδεε με τους πρόσφυγες  και το κράτος δεν τους αντιμετώπιζε σαν τους σημερινούς νεόπτωχους, μα ένιωθε την υποχρέωση να τους δώσει  τα στοιχειώδη πρώτα, ψωμί, παιδεία, υγεία και εθνική ανεξαρτησία, γιατί είχε ανατείλει ήδη και ο κομμουνισμός βλέπεις και μόνο τα υπόλοιπα   διατροφικά συμπληρώματα του πνεύματος, την ελευθερία του λόγου  και των εκδοτών του τύπου του μεγάλου κεφαλαίου, τα είχε αφήσει για αργότερα, καθώς δεν αποτελούσαν είδος άμεσης ανάγκης. Έτσι προσπαθούσε η Ελλάδα να βρεί τότε χώρο για Έλληνες και όχι για αλλοδαπούς  και ένιωθε ακόμη να της λείπει η άλλη Ελλάδα, η γύρω της, που της έδινε το κίνητρο να υπερβαίνει το μικρό της μέγεθος και να νιώθει σαν η πάλλουσα καρδιά  του οικουμενικού ελληνισμού, παρά σαν μια συγκεκριμένη, πεπερασμένη κρατική και εθνική οντότητα.
Κι ακόμη ο λαός, που ο μισός ήταν ξεριζωμένος και κοσμογυρισμένος και  από τον άλλο μισό, ο μισός μόλις πριν είκοσι χρόνια απελευθερωμένος, ήταν λαός βασανισμένος και σκληραγωγημένος, που ήξερε να τρώει αυτά που βγάζει το χωράφι του και να ζεί από τα χέρια του και να’ ναι περήφανος, γιατί ήταν πάνω απ’ όλα ολιγαρκής και αυτάρκης, ασκητής μέσα στην κοσμικότητά του και μαχητής μέσα στην καθημερινότητά του και την ειρήνη του. Υπήρχαν βέβαια τα τζάκια και οι ιδέες της Δύσης, υπήρχε όμως και η αγνή λαϊκή ψυχή που έκανε να κλείνουν γρήγορα οι πληγές του έθνους. Και υπήρχε, άσχετα πως προήλθε, ένας ηγέτης που είχε συνείδηση του ιστορικού χρόνου και της κρισιμότητος των αποφάσεών του, που ελάχιστοι σήμερα από τους δημοκρατικούς πολυλογάδες και πολυφαγάδες δείχνουν να διαθέτουν και που ενώ αντέγραφε τον τρόπο οργάνωσης της γερμανικής κοινωνίας είχε ελληνική ψυχή, που κανείς άλλος διεθνιστής, αριστερός ή ευρωπαίος  ως τις μέρες μας δεν φανέρωσε έκτοτε.
Και είπε το ΟΧΙ του εκ μέρους όλου του λαού, καθώς δεν ήταν ένα ΟΧΙ που έβγαινε από το στόμα ενός γερμανοσπουδαγμένου στρατιωτικού, ή μιας μαριονέτας του παλατιού και επειδή το ΄νιωσε ο λαός πως  τον εξέφραζε έτρεξε να το υπερασπισθεί και κόλλησε ξανά λαός και ηγεσία, όπως είχαν κολλήσει το 12, προτού προλάβουν τα παιχνίδια των ξένων δυνάμεων να δημιουργήσουν τον  κομματικό διχασμό βενιζελικών και αντιβενιζελικών.
    
Γιορτάζοντας λοιπόν αυτήν την εθνική γιορτή νιώθουμε πόσο γεμίζει η εθνική ιδέα τις ψυχές των ανθρώπων, όσο και να την λοιδώρησαν οι οπαδοί της διεθνούς εργατικής επανάστασης αρχικά και να την λοιδωρούν οι οπαδοί της διεθνούς κεφαλαιοκρατικής αντεπανάστασης σήμερα. Μα αν οι πρώτοι αναφύονταν από τις πτωχοπαράγκες του εξαθλιωμένου προλεταριάτου, από την πείνα και τις στερήσεις που γεννούν τον φθόνο για τους ευνοούμενος όχι μόνο της μοίρας,  μα και της δημιουργικότητος. Οι δεύτεροι όμως είναι πολύ πιο επικίνδυνοι και αχάριστοι, καθώς  γεννώνται  από την έπαρση της εύκολης ζωής, τις εύκολες σπουδές και τα εύκολα προσόντα από τα ακριβά σχολεία με τα υψηλά δίδακτρα και τα ιδιαίτερα μαθήματα και φροντιστήρια, από τις εύκολες χωρίς ρίσκο επενδύσεις με τα έτοιμα των γονέων χρήματα και από την εύκολη  εκλογή  μέσω αυτών και πάλι στα βουλευτικά έδρανα και τα κυβερνητικά αξιώματα.
Πως λοιπόν να νιώσουν αυτοί οι ατσαλάκωτοι σιδερωμένοι άνθρωποι τον λαό και το διαχρονικό έθνος, όταν τον περισσότερο χρόνο της ζωής τους τον περνούν στο εξωτερικό, στα σαλέ της Ελβετίας, στα καφέ του Παρισιού, στις πάμπ του Λονδίνου, στα θέρετρα του Μονακό  συναναστρεφόμενοι ξένους και ποτέ τους δεν φύτεψαν  ντομάτα, δεν φάγαν χαλάζι και δεν πόνεσαν την ομορφιά της πατρίδας τους, για να δεθούν σαν αγρότες και ψαράδες μαζί της, με τα δάση της, τα ζώα της και τα πουλιά της.
Αυτούς τους πορφυρογεννημένους, μαζί με τους κομματικούς σαλίγκαρους έχουμε σήμερον ως πνευματικούς καθοδηγητές να παρεμβάλλονται ανάμεσα  στον πεινασμένο λαό και στο υπεριπτάμενο, αθάνατο ΟΧΙ, που από το στόμα του Λεωνίδα, το πήρε ο Μεταξάς και ας είπαν πως ήταν δικό του.
      Και ήρθε στην Θεσσαλονίκη ο πρωθυπουργός και έβγαλε ένα εμπνευσμένο είναι η αλήθεια λόγο, που έμοιαζε να βγαίνει από το στόμα του Μεταξά, τόσο επηρεάστηκε και ο ίδιος από το υπεριπτάμενο πνεύμα του ΟΧΙ. Και ένιωσε για μια ακόμη φορά την ανάγκη να θυμηθεί τους εθνικούς ποιητές και να μας πεί πως η Ελλάδα στήνεται τόσο εύκολα, όσο εύκολα καταλύεται.

Υπέρμετρα αισιόδοξος φάνηκε έτσι άθελά του μπροστά σε πεθαμένους, στους οποίους δεν έμειναν πολλά για να ελπίζουν. Ξέχασε όμως να μας θυμίσει την τελευταία όλων εθνική κατάκτηση, που δεν έχει πλέον εδαφική μορφή, ή ιδεολογική, μα είναι η συμμετοχή μας στο κοινό  ευρωπαϊκό νόμισμα, που το αγαπήσαμε πιο πολύ και από τον συνάνθρωπό μας, καθώς μας δίνει την δυνατότητα να βγάζουμε έξω από την χώρα τα χρήματά μας και να τα αντικαθιστούμε με ξένα, που από την στιγμή που ξέρουν πως έχουν το ελεύθερο να μπαινοβγαίνουν, δεν μπορούν να αντισταθούν στον πειρασμό να χαρούν λίγο ήλιο, λίγη θάλασσα  και λίγο Έλληνα.  Αρκεί αυτός να κατεβάσει  την τιμή του και τις αμοιβές του, γιατί οι τιμές του, λόγω ευρώ και μονοπωλίων, δεν κατεβαίνουν με τίποτε. Και δεν μας είπε ακόμα, ντρεπόμενος το υπεριπτάμενο πνεύμα του όχι, πως και η πατρίδα άλλαξε λίγο, τι να κάνουμε, όλα σ’ αυτόν τον κόσμο αλλάζουν, όπως το ’πε ο Ηράκλειτος πρώτος και έτσι όπως άλλαξε ο τρόπος ζωής και δεν ξέρει κανείς τον γείτονά του, έτσι όπως άλλαξε η γλώσσα και τα ελληνικά γίναν γκρήκλις,
έτσι όπως άλλαξε η σεξουαλική ηθική και παντρεύονται και οι ομοφυλόφιλοι, ε , έτσι επόμενο ήταν να αλλάξει λίγο και η πατρίδα, που αυτή η νέα πατρίδα τώρα, λόγω της κρίσης, σιγά σιγά αποκαλύπτεται, μα που και αν δεν υπήρχε η κρίση να την αναγκάσει να συνειδητοποιηθεί, θα έρχονταν πάλι  ο καιρός να φανερώσει το πρόσωπό της.

Δεν θέλει λοιπόν αυτή η νέα πατρίδα να νιώθει πως έχει υποχρέωση σε κανένα και δεν διακρίνει άλλο τους ξένους από τα παιδιά της, όπως δεν διακρίνει τα ξένα χρήματα από τα δικά της και δίνει εύκολα σε όποιον θέλει και την αγαπήσει πολιτικά και εκλογικά δικαιώματα, του παίρνει όμως πίσω σε αντάλλαγμα τα εργατικά και κοινωνικά.
Δεν θέλει μόνιμους κατοίκους να της κάθονται στο σβέρκο και να’ χουν απαιτήσεις, δεν θέλει αγρότες και οικοδόμους, που γέμισαν την φύση με μπετά και μικροαστικά κάστρα.
Μα από την άλλη δεν θέλει να μπαίνει στα πόδια της η φύση, τα δένδρα, τα άγρια ζώα και τα πουλιά και να μην την αφήνουν να κόβει τα δάση και να ξεκοιλιάζει τα βουνά, να εκτρέπει τους ποταμούς και να αποξηραίνει τις λίμνες. Δεν θέλει  να ρωτάει ποιανού είναι αυτός ο παράδεισος και να της λένε κοινόχρηστος  και να μην μπορεί να τον φορολογήσει, ή να τον καταπατήσει και να τον μοιράσει στους νόμιμους δικαιούχους του, αυτούς που τους έδωσε ο θεός χρήματα για να βρούν  επί γής την ευτυχία τους, ντόπιοι είναι, είτε ξένοι.
Και δεν θέλει η ίδια  σαν τον Χριστό να έχει τίποτε στο όνομά της και αποκηρύσσει την εποχή που σαν την Σοβιετία και τους άφρονες πλούσιους, τα ήθελε όλα δικά της. Τώρα πήγε στο άλλο άκρο και τα μοιράζει όλα αφιλοκερδώς, σαν τον Φραγκίσκο της Ασσίζης, χωρίς να πουλάει, ή να ξεπουλάει, απλώς για να χαίρεται να βλέπει την ζωή να ξανάρχεται στα ερημόνησα, έστω και υπό αλλόγλωσσο μορφή  και την ανάπτυξη, την πανανθρώπινη να ξεκινά ξανά σ’ αυτόν τον τόπο, που και παλιά όλη θήλασε την οικουμένη με τα γράμματα και το πνεύμα του. Και είναι αυτή η πατρίδα που δεν θέλει να’ χει τίποτε, γιατί ξέρει πως σαν δεν θα’ χει τίποτε, από κανένα δεν θα κινδυνεύει, ξένο να την κατακτήσει, ή ντόπιο να επαναστατήσει. Και πως αν οι φόροι της μείνουν για πάντα ψηλοί, μόνο πλούσιοι θα την κατοικούν που θα φέρνουν τα λεφτά τους από έξω και αν και τα ξένα κράτη αποκτήσουν κάποια αφορολόγητα φέουδα, όπως στην παλιά φραγκοκρατία και οι μουσουλμάνοι κάποια τζαμιά, δεν χάλασε ο κόσμος, καθώς και οι ξένοι θα πονούν μετά την χώρα  και θα την φροντίζουν και θα την αναπτύσσουν αέναα.

Στόχος μας λοιπόν να τσιμπήσει ο ξένος και να μας κατακτήσει οικονομικά, για να  κατακτηθεί χωρίς να το καταλάβει, όπως και μείς δεν καταλάβαμε πως κατακτηθήκαμε, μα πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, με την ουρά μας την ποντικίσια θα τους τυλίξουμε, γιατί αν η Ελλάδα η παλιά δεν πέθανε τόσους αιώνες, αυτή η νέα με τίποτε πράγματι δεν θα πεθαίνει.

Να λοιπόν που  βασίζεται η αισιοδοξία του πρωθυπουργού, που οραματίσθηκε στον λόγο του στην Θεσσαλονίκη για τον εορτασμό των εκατό ετών από την απελευθέρωσή της, τον  μελλοντικό εορτασμό των διακοσίων ετών, τόσο σίγουρος  είναι δια την μακραίονα επιβίωση του έθνους, παρά την παροδική δοκιμασούλα του.
    Αυτά και άλλα θα ήθελε να πεί ο Πρωθυπουργός, σ’ αυτούς κυρίως που τόσο εύκολα αποκαλούν τους άλλους προδότες, γιατί δεν αντιλαμβάνονται πως αλλάζει ο κόσμος , τα συμφέροντα, η  κοσμοηθική, η μόδα και οι έννοιες και ότι αυτές οι αλλαγές περνούν πρώτα από την άρχουσα  τάξη προτού καταλήξουν στον κατώτερο λαό, που χειροκροτεί ή αποδοκιμάζει στα πεζοδρόμια, χωρίς να μπορεί να συλλάβει γιατί γίνονται αυτά που γίνονται. Και πως από το αθάνατο ΟΧΙ περάσαμε στο κυλιόμενο ΝΑΙ, που πρώτα το είπε ο αχαρισματικός ΓΑΠ και μετά ο εσωκομματικός του αντίπαλος και μετά πέρασε από το ένα κόμμα στο άλλο και μετά το ’πε με τον τρόπο του συγκεκαλυμμένα κάτι λιγότερο από το μισό του λαού στις εκλογές, ενώ και το άλλο μισό δεν δείχνει σίγουρο  και εκείνο για το τι φταίει, για όλα αυτά που τραβάει, γιατί κανείς από τους ηγέτες του στην ουσία δεν του εξήγησε την διαφορά των δύο πατρίδων, του ΟΧΙ που φεύγει και του ΝΑΙ που έρχεται.

0 Σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια και παρατηρήσεις