ΒΕΛΗ ΚΑΙ... ΒΕΛΑΚΙΑ

>>> Μην με παρεξηγήσετε >>> αλλά ο τρόπος παρουσίασης από τα ΜΜΕ >>> του πολέμου στην Ουκρανία και των επιπτώσεών του >>> θυμίζει τηλεοπτική εκπομπή, με τοποθέτηση προϊόντος >>> και το προϊόν είναι το αμερικανικό LNG >>> το "καλό", το ακριβό, το αμερικάνικο LNG....
__________________________________________________________________________________________________

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Άρον το νόμισμά σου και περιπάτει…

Σπύρος Παπαγιάννης
    Η χώρα θυμίζει παράλυτο, που όχι μόνο δεν βαδίζει, μα δεν θυμάται καν πως είναι να βαδίζεις και ότι κάποτε βάδιζε και περπατούσε με τα δικά του ποδαράκια, χωρίς να χρειάζεται αναπηρικό καροτσάκι, σαν αυτό του κυρίου Σόϊμπλε και χωρίς να χρειάζεται επίδομα αναπηρίας και δανεικά και άλλους να τον υπηρετούν.
Κατάφεραν κάποιοι να κάνουν τον Ελληνισμό να  βολευθεί με την αναπηρία του, που σαν παιχνίδι
ξεκίνησε κάποτε, να ξεγελάσει τους ευρωπαίους  και να πάρει τις τζάμπα επιδοτήσεις τους, ξεριζώνοντας τις ελιές  και τα αμπέλια του και  παροπλίζοντας τις βαρκούλες του με τις οποίες πήγαινε για ψάρεμα στο γαλανό Αιγαίο.  Κατάφεραν κάποιοι να κάνουν τον Ελληνισμό να πουλήσει τις μεγάλες φίρμες του στους ξένους και να επιδοτήσει με χρήματα των φορολογουμένων  τους βιοτέχνες και εργοστασιάρχες του για να πάνε   στο εξωτερικό και   να κερδίσουν περισσότερα, και ας έμεναν οι δικοί τους εργαζόμενοι άνεργοι.
Τέτοιος αλτρουϊσμός και εθνική αλληλεγγύη διακατείχε τότε τους Έλληνες, που τους αρκούσε να ξέρουν πως σαν τον Μέγα Αλέξανδρο, μετά από τους Έλληνες εφοπλιστές και καραβοκύρηδες θα κατακτούσαν με την σειρά τους οι Έλληνες επιχειρηματίες την οικουμένη και αυτό τους αρκούσε, που  δεν θέλαν τίποτε άλλο, ούτε δουλειά, ούτε παιδεία, ούτε υγεία, ούτε ελευθερία.
Και μετά τόσο φούσκωμα, τόση δόξα και τόσες οικονομικές δάφνες, που ήρθαν από πάνω και τις στεφάνωσαν  οι πιο πετυχημένοι και υπερτιμολογημένοι ολυμπιακοί αγώνες απ’ όσους  διοργάνωσε ποτέ κράτος στην ιστορία, που πως γίνονταν άλλωστε να τσιγκουνευτεί σ’ αυτό η πατρίδα που τους γέννησε, ήρθε σε μια νύχτα η κατάρευση, ίδια όπως κατέρρευσε με ένα φύσημα το μέτωπο στον Σαγγάριο. Έτσι  άρχισε ο συνωστισμός των Ελλήνων στα γραφεία ευρέσεως εργασίας και τα ταμεία ανεργίας, μα και στις προκυμαίες των Ελληνικών πόλεων και στους αερολιμένες, άλλοι για να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στην θάλασσα, όπως το 1923 και άλλοι για να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους στη πατρίδα που τους μαύρισε την ψυχή.
    Παράλυτος για τα καλά λοιπόν ο Ελληνισμός, δεν μπορεί να δουλέψει, γιατί δεν βρίσκει πουθενά δουλειά και οι γιατροί στο ιατρικό συμβούλιο του λένε ό,τι θέλει ο καθένας, άλλος γράφοντάς  του χάπια και δυναμωτικά και άλλος συνιστώντας του να χάσει βάρος  και να μην τρώει πολύ, καθόσον η καλοφαγία του και η  καλοζωία του τον οδήγησαν λόγω πάχους στην παραλυσία. Κι εκείνος αναπολεί τον Ιησού και το θαύμα του, που έκανε έναν παράλυτο σαν αυτόν, να πιστέψει στον εαυτό του και να πετάξει τις πατερίτσες του, περπατώντας από την  μια στιγμή στην άλλη  σαν ελεύθερος αυτοδύναμος άνθρωπος. 

Μήπως λοιπόν, αναρωτιέται, πρέπει να πιστέψει σε κάτι για νε θεραπευθεί ξεφεύγοντας από τα μαθηματικά και την αριθμολατρεία των οικονομολόγων, που τον πείσαν πως η πάθησή του είναι ανίατη και η ψυχή του πουλημένη στον διάβολο, που δεν πρόκειται να του την γυρίσει με τίποτε πίσω; Μήπως πρέπει να πιστέψει στον εαυτό του και στο αίμα των προγόνων του που κυλά στις φλέβες του και στις φλέβες των ανά τον κόσμο διεσπαρμένων Ελλήνων που τους ξέχασε, μα θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν; Μήπως πρέπει να διαβάσει επιτέλους την ιστορία του που ποτέ δεν την διάβασε, μήπως πρέπει  θυμηθεί τον Θεό και την ορθοδοξία, της οποίας είναι ο οικουμενικός πατέρας; Μήπως πρέπει να προσπαθήσει  για άλλη μια φορά, όπως τότε που ήταν μωρό ακόμη, να σηκωθεί σαν άνθρωπος στα δύο του πόδια, που να μην μπουσουλάει σα σαμιαμίδι στα πόδια των ισχυρών; 

Μπορεί άραγε η πίστη στον εαυτό του  και στον Χριστό  να  τον σώσει και να κάνει το θαύμα της, μια που είναι γνωστόν πως η πίστη μετακινεί βουνά; Ή πρέπει να μην παρασύρεται από φρούδες ελπίδες, μα υπό το πνεύμα του ορθολογισμού των καιρών να εμπιστευθεί τον σιδερένιο ανάπηρο Σόϊμπλε να αποφασίσει το πεπρωμένο του;
   Αυτά λοιπόν σκέπτεται ο Ελληνισμός, την ώρα που άλλοι σπρώχνουν το καροτσάκι του προς τα κεί που το ξέρει πως βρίσκεται ο Καιάδας, μα τι να κάνει, που αν τους ζητήσει τον λόγο το ξέρει πως θα τον αφήσουν στη μέση κάποιας ερήμου για τιμωρία. Και συνάμα αναρωτιέται αν θα πρέπει κάποια στιγμή να απαλλαγεί από αυτούς που γέμισαν την Ευρώπη με καροτσάκια, την ίδια στιγμή που πετούν τους αρρώστους και τους γέροντες από τα κρεβάτια τους, τους εργαζόμενους από τις θέσεις τους, τους μαθητές από τα θρανία τους, τα μωρά από τις κούνιες τους και τα όνειρα από τον ύπνο τους.
   Οι κυβερνητικοί  νοσοκόμοι του πάντως δείχνουν να μην πιστεύουν  με τίποτε πως μπορεί να  υπερβεί το έθνος την αναπηρία του, πετώντας το  καροτσάκι του ευρώ, στο οποίο στρογγυλοκάθησε αρχικά για να μην κουράζεται περπατώντας, μα τώρα κατάντησε πολυτιμότερο κι από την ίδια την ύπαρξή του. Το καροτσάκι και τα μάτια σας, τους ακούς να λένε, μην πάθει τίποτε το καροτσάκι, υπονοώντας φυσικά με το καροτσάκι τον άνθρωπό τους, που έχει γίνει  το πεπρωμένο του μαζί του ένα σώμα.

Μοιάζουν έτσι οι άνθρωποι  να έχουν χάσει το μέτρο, τόσο της πολιτικής τους αξιοπιστίας, όσο και των κοινωνικών θυσιών που απαιτούνται για την σωτηρία του εθνικού αναπηρικού καθίσματος και από τον ρεαλισμό του συμβιβασμού  ολισθαίνουν στον κυνισμό της υποταγής και από την ανάγκη της επιβίωσης στην  οικονομική ανθρωποφαγία. Τους ακούμε να ομιλούν για την ανάγκη της νίκης στον ιδιότυπο αυτό οικονομικό πόλεμο, παρά τις όποιες απώλειες, χωρίς να μπορούν να σταθμίσουν όμως, όχι μόνο τον κίνδυνο  μιας τελικής ήττας εντός του ευρώ, αντί της αποφυγής της μάχης, μα και αυτήν μιας πύρρειας νίκης, που δεν θα διαφέρει σε τίποτε από ήττα. Ανέχονται έτσι να τσαλακώνονται οι πολιτικές τους υποσχέσεις και το ιδεολογικό τους  πρόσωπο σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορούν να κυκλοφορήσουν ως απλοί πολίτες στον δρόμο, παρ’ όλο που έχουν να επιδείξουν κάτι αξιοσημείωτο,  ότι για πρώτη φορά στα Ελληνικά πολιτικά πράγματα μπόρεσαν και υπερέβησαν  τις κομματικές τους γραμμές και συσπειρώθηκαν σε ένα πολυκομματικό κυβερνητικό σχηματισμό, που προοδευτικά πολλοί ελπίζουν πως θα εξελιχθεί σε  ενιαίο πολιτικό φορέα που θα κυριαρχήσει πλήρως στον κεντροδεξιό πολιτικό χώρο. Μερικοί μάλιστα απαρνήθηκαν προσωρινά και τα  κυβερνητικά αξιώματα, δείχνοντας τάσεις απεξάρτησης, αν όχι από το καρότσι του ευρώ, τουλάχιστον από την εξουσιαστική καρέκλα..
  
Είδαμε όμως ότι ταυτόχρονα έχουν αποκτήσει μία υπέρ το δέον συνείδηση της  πολιτικής  τους μειονεκτικότητος  έναντι των ξένων συνομιλητών τους, που τους οδηγεί σε πολιτική αφασία.  
Ο  πρώην πρωθυπουργός της χώρας ένιωσε  πρίν λίγο καιρό πως χρειάζονταν  ψήφο εμπιστοσύνης από την βουλή για  να παραιτηθεί πρόωρα, επειδή έχασε την απαραίτητη από ότι φαίνεται δεδηλωμένη  του ξένου παράγοντα. Οι εναπομένοντες  πολιτικοί, ως άλλοι καμικάζι  τρέχουν να αυτοκτονήσουν την οικονομία, επιπίπτοντας με το μνημόνιο επί του χρέους.  Μοιάζουνε έτσι πως αποδέχονται την πληρωμή φόρου αίματος όπως την εποχή του Μίνωα, στον μινώταυρο. Η ιδέα της εδραιούμενης  οικονομικής και πολιτικής υποτέλειας της χώρας  εξορθολογίζεται , ωραιοποιείται και ιδεολογικοποιείται με οράματα για μια παγκόσμια στο μέλλον κυβέρνηση, όπου όλοι οι λαοί θα είναι αδελφωμένοι και υποτελείς των μεγάλων αδελφών των μεγάλων  αγορών.
    Δείχνει έτσι η κυβερνητική, φιλομνημονιακή εξ’ ανάγκης και μόνο, παράταξη να ολισθαίνει βαθμηδόν από τον αρχικό της ρεαλισμό στην εθνική παραίτηση και  από την αρχική της μετριοπάθεια και σωφροσύνη στην  τυφλή άφεσή της στις βουλήσεις των ισχυρών, με την εξάλειψη κάθε στοιχείου εθνικής και κοινωνικής αυτοσυντήρησης. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν υπάρχει μόνο ταξική σκοπιμότητα σε αυτό, της προστασίας δηλαδή ή και της περαιτέρω ενίσχυσης των συμφερόντων της άρχουσας κοινωνικής ελίτ, ή  συνυπάρχει και μια γενικότερη ψυχική αδυναμία όρθωσης πολιτικού αναστήματος εκ μέρους ανθρώπων που έχουν χρόνια εθισθεί στην εγχώρια μικροπολιτική  και στην αίσθηση προσωρινότητος που διέπει  εκ παραδόσεως όλους τους δημοκρατικούς πολιτικούς σχεδιασμούς.
   Όπως και να χει το πράγμα ο ρεαλισμός του φιλομνημονιακού στρατοπέδου «σκοτώνει», χωρίς να αφήνει κάποια ελπίδα πως από τις θυσίες του λαού θα προκύψει κάποιος Θησέας και οδηγεί τη οικονομία και την δημοκρατία σε έναν πολικό χειμώνα, όπου το μόνο που την ζεσταίνει είναι τα δάκρυα και οι φιλελληνικές δηλώσεις της κυρα Μέρκελ.

Δεν ξέρουμε καν αν οδηγούμαστε σε μια νέα  ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, ή σε μια  νέου τύπου οικονομική γενοκτονία, κάτω από  την απόλυτη πολιτική κηδεμονία των Γερμανών και την μετατροπή της χώρας σε στρατόπεδο  ανεργίας και πολιτικής,  και πολιτισμικής αναμόρφωσης. Γεγονός όμως είναι πως οι Γερμανοί έχουν πείρα από γενοκτονίες και ξέρουν τον τρόπο να τις αποκρύπτουν, για όσο καιρό χρειάζεται τουλάχιστον, έως ότου θα είναι αργά, αφού θα έχουν συντελεσθεί, να αποτραπούν.
    Από την άλλη στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο βλέπουμε  έναν  ανεδαφικό επαναστατισμό, που φαίνεται να υπερίπταται και αυτός της εθνικής κυριαρχίας και του εθνικού εδάφους, φανερώνοντας  την απώλεια και αυτός του μέτρου, στο επίπεδο αυτήν την φορά των δυνατοτήτων του. Τα νέα κόμματα, που είτε προέκυψαν από το πουθενά, είτε από μικρά γίναν σε μια νύχτα μεγάλα, δείχνουν  να ανακάλυψαν την ομορφιά της δημοσιότητος και της  μικρής  κομματικής πατρίδος, όπου όλοι συμπλέουν ιδεολογικά και συναισθηματικά και δεν έχουν αντιληφθεί πως έχουν καθήκον να σώσουν παράλληλα με την μικρή πατρίδα του κόμματός τους και των συμφερόντων τους,  και την μεγάλη πατρίδα, που περιλαμβάνει και τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Δεν αρκεί λοιπόν να ανεβούνε ένα σκαλί μόνο παραπάνω ταξικά, σαν αυτό που ανέβηκαν οι πολιτικοί του φιλομνημονιακού στρατοπέδου, μα να ανεβούνε στην κορυφή της διαταξικής, ή άλλως  εθνικής πατρίδας, που μοιάζουν  να την έχουν όλοι ξεχάσει.
    Βλέπουμε λοιπόν μία απροθυμία στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο και τώρα έστω κατόπιν εορτής, που πέρασε η φούρια των αιφνιδιαστικών εκλογών , να συνεργασθούν για την επανάκτηση της εθνικής, πολιτικής και οικονομικής ανεξαρτησίας της χώρας. Δείχνουν έτσι όλα τα αντιπολιτευτικά κόμματα  συμπεριφορά  Ηρακλειδέως, και νομίζουν πως μπορούν να τα κάνουν από μόνα τους όλα.

Κανένας πολιτικός διάλογος μεταξύ τους, καμιά προσπάθεια εκπόνησης ενός κοινού έστω πολιτικού σχεδιασμού για να σταματήσει η συνεχιζόμενη και όχι στιγμιαία κατάλυση του συντάγματος. Η θεωρία πως το μνημόνιο έχει αποκτήσει συνταγματικό πλέον κύρος και άρα  έχουν όλο τον καιρό δικό τους για να ονειρεύονται την σωτηρία της χώρας, δεν ευσταθεί. Κάθε στιγμή που περνάει αποδεικνύει την συγκατάνευσή τους στο καθεστώς της ευρωπαϊκής πολυτελούς υποτέλειας και εγκληματικής κοινωνικής αμέλειας,  και η κομματική τους ιδιοτέλεια και ο με κοντά ποδάρια κομματικός τους μεσσιανισμός αποκαλύπτει μια εξ’ ίσου επικίνδυνη πολιτική αφέλεια.
      Φοβούνται λοιπόν οι εθνικιστές, οι πατριώτες και οι διεθνιστές ουμανιστές να κτυπήσουν το αναπηρικό καροτσάκι του ευρώ, που αποτελεί το κανόνι του γερμανικού οικονομικού επεκτατισμού  ελπίζοντας και αυτοί να μείνουμε στην μπούκα του κανονιού, με αξιοπρέπεια όμως. Θυμούνται τον Ντε Γκώλ  και ξεχνούν τον Πεταίν που από όσο φαίνεται επικράτησε στην σύγχρονη γαλλική πολιτική. Και επειδή το ευρώ είναι μια οικονομική γέφυρα, θέλουν να την χρησιμοποιούν όπως οι λαθρομετανάστες για να περνούν απέναντι, μη συνειδητοποιώντας πως απ’ αυτήν περνούν, όπως τα πάντσερ παλιότερα, οι γερμανικές μίζες, η Ζήμενς και τα γερμανικά σούπερ μάρκετ.
Δεν καταλαβαίνουν πως από αυτήν την γέφυρα περνά η εργατική αντεπανάσταση του κεφαλαίου και ο συνεχής συγκριτισμός των αμοιβών των εργαζομένων προς τα κατώτατα ημερομίσθια της Ευρώπης, που αποτελούν το μόνιμο συγκριτικό στοιχείο της γερμανικής  κομμαντατούρ. 
Δεν συνειδητοποιούν πως η αυτοκρατορία δεν φοβάται τους διεθνιστές  αριστερούς, μα τους τρελλούς πατριώτες και εθνικιστές, περισσότερο και τα εθνικά τους νομίσματα.
Δεν αντιλαμβάνονται πως οι εξοντωτικοί φόροι είναι για την προίκα της νέας τάξης πραγμάτων, που δεν έχει ανάγκη πλέον τους ψηφοφόρους της, καθώς τους κυβερνά εξ αποστάσεως και δεν την φθάνουν τα  γιούχα τους, τα γιαούρτια τους και τα αυγά τους. 
Δεν τολμούν να υπερβούν τα τηλεοπτικά δεσμά του απολιθωμένου από την τηλεθέαση λαού και να διαλαλήσουν την εθνική ανάγκη του Ελληνισμού να πετάξει την αναπηρική καρέκλα της ελληνικής οικονομίας, που έχει ήδη  μετατραπεί  σε ηλεκτρική. Σε αναμονή λοιπόν κάποιου θαύματος, ή κάποιας τυχαίας κατάρρευσης της γέφυρας του ευρώ, που σαν αυτήν του ποταμού Κβάϊ, την αγάπησαν και οι σκλάβοι και οι είλωτές της.

Η ας ελπίσουμε πως θα συναντηθεί κάποτε ο παράλυτος με τον θεάνθρωπο , για να πάρει την προτροπή του, άρον το νόμισμά σου και περιπάτει και να περπατήσει, συνειδητοποιώντας πως η αρρώστια του κρύβονταν στην ιδέα  που του είχε σφηνωθεί στην σκέψη, πως το κάθισμα του ευρώ του ήταν απαραίτητο.

0 Σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια και παρατηρήσεις