ήταν πολύ δύσκολο να διαιρεθεί κομματικά και να τιθασευθεί.
Η θεσμοθέτηση λοιπόν της εθνικής υποτέλειας είναι ο σωτήριος για αυτήν μπαμπούλας, που θα επιβάλει στο εσωτερικό την λαϊκή πειθαρχία και θα την προφυλάξει από τον πάντοτε ελλοχεύοντα κίνδυνο μιας αυθόρμητης έστω λαϊκής εξέγερσης, γιατί οργανωμένη μετά την αστικοποίηση των αριστερών πολιτικών κομμάτων, δεν υπάρχει περίπτωση να επισυμβεί.
Το γεγονός ότι η άρχουσα μεγαλοαστική τάξη δεν εκμεταλλεύθηκε τόσα χρόνια τον εδαφικό πλούτο της χώρας, αποδεικνύει έμμεσα ότι η εθνική υποτέλεια ήταν εδώ πάντα, παρούσα και βασιλεύουσα, όποιος και αν φαινομενικά κυβερνούσε και απλώς προετοιμάζονταν καιρό για τα επίσημα αποκαλυπτήριά της, που η παρούσα οικονομική κρίση απλώς τα επέσπευσε.
Ας μην ξεχνούμε πως ο λαός ποτέ δεν ρωτήθηκε, ούτε για την είσοδό του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε για το Ευρώ, ούτε για την Ευρωσυνθήκη που αντικατέστησε του Ευρωσύνταγμα και που και αυτή δεν αποσκοπούσε παρά στο νομικό περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Αν ερωτάτο βέβαια, πιθανώς θα είχε πεί ναι, εξαπατώμενος από τις υποσχέσεις της ανόδου του βιοτικού του επιπέδου και της δήθεν πολιτιστικής ανωτερότητος της δυτικής Ευρώπης. Τώρα όμως οι μάσκες έπεσαν και διαπιστώνει πως ενσωματούμενος πρόωρα στην ήδη ανεπτυγμένη Ευρώπη, όχι μόνο δεν πέτυχε περισσότερη ανάπτυξη από εκείνη που είχε πετύχει μόνος του, με το συνάλλαγμα των μεταναστών εργατών του και υπό συνθήκες κλειστής και εν μέρει κρατικοποιημένης οικονομίας, μα γνώρισε αντίθετα, πρωτοφανή οικονομική οπισθοδρόμηση και αποανάπτυξη.
Και αν αρχικά ήλπιζε στον πακτωλό των Ευρωπαϊκών κεφαλαίων, αυτά, η ευγνωμονούσα την Ευρώπη πολιτική και οικονομική του ελίτ, τα έκανε ίδιον κέρδος και τα φυγάδευσε στο εξωτερικό, αντί να τα επενδύσει στην χώρα του. Σαν να μην έφθανε αυτό, από το ΄90 μας προέκυψε ο αδηφάγος νεοφιλελευθερισμός, που διεσκόρπισε οριστικά το όραμα της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Η απελευθέρωση των κεφαλαίων από τα λαϊκά δεσμά τους θα πτώχαινε όλα τα κράτη της Ευρώπης, πολύ περισσότερο όμως τα λιγότερο αναπτυγμένα και ταυτόχρονα θα εξαέρωνε το αρχικό όραμα για την δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής εθνικής συνείδησης. Το κεφάλαιο που πάντα έβλεπε ως επικίνδυνο συνεταίρο τον λαό, δεν θα έμπαινε στον κόπο να δημιουργήσει, κατά το πρότυπο των πολυεθνικών εταιρειών, έναν ευρύτερης συνείδησης, μα ευρύτερα επικίνδυνο ως εκ τούτου, Ευρωπαϊκό λαό.
Ο τρόπος να αποφευχθεί αυτό θα ήτο η αέναος επιφανειακή διεύρυνση της Ευρώπης, με ένταξη συνεχώς νέων μελών σε αυτή, μετά την πτώση του αντίπαλου στρατοπέδου της ανατολικής Ευρώπης και η εκμετάλλευση της φθηνής αγοράς εργασίας που υπήρχε στις χώρες αυτές, αντί της δημιουργίας συνθηκών για την οικονομική και πολιτική Ένωσή της. Η Ευρώπη θα παρέμενε έτσι για πάντα μια κοινή αγορά, που δεν θα προστάτευε όμως πλέον ούτε τον εαυτό της και χάριν της παγκόσμιας κερδοφορίας του κεφαλαίου, θα αφήνονταν να κατακλυσθεί από κινεζικά προϊόντα, καθώς διά αυτών θα επανεισάγονταν τα προϊόντα των δυτικών εταιρειών που μετανάστευσαν στην Κίνα. Θα κέρδιζαν έτσι και πάλι οι δυτικοί κεφαλαιούχοι, όχι όμως και οι εργαζόμενοι της δύσης, που θα εκαλούντο αντίθετα να γίνουν Κινέζοι στις αμοιβές. Ταυτόχρονα θα άρχιζε η μεθοδευμένη ειρηνική εισβολή των αφρασιατών λαθρομεταναστών προς συμπίεση έτι περαιτέρω του εργατικού κόστους, ενώ το εθνοκτόνο Ελληνικό κράτος θα επιδοτούσε οικονομικά την φυγή των επιχειρήσεών του στα βαλκάνια. Και τέλος ήρθε το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα για να διευκολύνει έτι περαιτέρω την φυγή των κεφαλαίων από τις ασθενέστερες ευρωπαϊκές χώρες και να αυξήσει έτι περαιτέρω την ανεργία και την πτώση της ανταγωνιστικότητάς τους και ως εκ τούτου τον δανεισμό τους.
Όλο αυτό το καρκίνωμα όμως καλύπτονταν κάτω από το χαλί του εύκολου δανεισμού, της κερδοσκοπίας, και του μύθου πως το ενιαίο νόμισμα θα αποτελούσε τον προπομπό της δήθεν επερχόμενης οικονομικής και πολιτικής Ένωσης των Ευρωπαϊκών κρατών. Αντ’ αυτού είδαμε να ξεπροβάλλει στις μέρες μας το 4ο Ράϊχ και το πολιτικό κατεστημένο μας αντί να συνειδητεγερθεί εθνικά προς αλλαγήν πολιτικής και σπάσιμο των δεσμών και των εξαρτήσεων που αφαίμαξαν την Ελληνική οικονομία τόσα χρόνια ἤ να προσανατολίζεται έστω προς αυτό, να αποδέχεται την εθνική υποβάθμιση σαν μία αναγκαιότητα του καθεστώτος των ελεύθερων αγορών και το αναδυόμενο από τις στάχτες του τρίτου, τέταρτο Ράϊχ, σαν έναν γραφικό περισσότερο εργοδηγό προς εκφοβισμό των αδαών και των εργαζομένων και τίποτε περισσότερο. Γι’ αυτό και τα Γερμανικά τελεσίγραφα όχι μόνο δεν την ξένισαν, μα τα απεδέχθη ασμένως, όπως αποδέχεται ο μαθητής τις υποδείξεις του δασκάλου του. Δεν είναι τυχαίο εξ΄ άλλου πως παρά τα πολλά κομματικά της μαγαζιά, η πολιτική της κεφαλαιοκρατικής μας ελίτ διά όλων των Ελληνικών κυβερνήσεων, από το ΄90 και μετά, ήταν μία και μοναδική, που ποτέ, σε κανένα επίσημο κομματικό ἤ πολιτικό όργανο δεν ετέθη σε αμφισβήτηση.
Γι’ αυτό και μείς χαιρόμαστε σήμερα μαζί με το κατεστημένο μας, την καθεστηκυία, όχι όμως και εθνική, άς μην ξεγελιόμαστε, όσο κι αν θέλουμε να ξεγελαστούμε, υπευθυνότητά του. Το έθνος αντίθετα είδε αυτήν την ομοψυχία να επιτυγχάνεται κεκλεισμένων των θυρών, μακράν των πολιτικών κομμάτων και των βουλευτών τους και μακράν πολύ περισσότερο του λαού, που για να μην ερωτηθεί αυτός έσπευσε εκείνο να γεφυρώσει όπως-όπως τις όποιες του, προσωπικού χαρακτήρα, πολιτικές διαφορές και αντιδικίες. Μπροστά σ’ αυτήν την μεγαλοαστική ταξική ομοψυχία, ο λαός πρέπει να προβληματισθεί και να σφυρηλατήσει κι αυτός αντίστοιχα την δική του, πραγματικά εθνική ενότητα, επιτάσσοντας σε όσους θέλουν να τον εκπροσωπήσουν την πολιτική συνεργασία. Γιατί σήμερα πέρα από τα όποια συμφέροντά του, διακινδυνεύεται η ίδια του η μοίρα, η εδαφική του κοιτίδα και η φυλετική και πολιτιστική του συνέχεια. Μπορεί η μεγαλοταξική κεφαλή του έθνους να αισθάνεται άνεση και ζεστασιά στο στόμα του κροκόδειλου που μας δάγκωσε, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το εθνικό σώμα που κτυπιέται και σπαρταρά και πρέπει επειγόντως να αποκτήσει δικά του μάτια και σκέψη για να αποδράσει από τα δόντια του δράκου, που δεν μας βλέπει πια σαν συνεταίρους, μα σαν το φαγητό του.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις