Ε λοιπόν ναι, μετά την κυβέρνηση Παπαδήμου και την εθνική συναίνεση των πολιτικών κομματικών εταιρειών του πολιτικού μας κατεστημένου, των μεγάλων και μικρών αδελφών του πολιτικο-οικονομικού παρασκηνίου, των μαυραγοριτών των τηλεοπτικών ειδήσεων και των ΜΑΤ, βάρυνε ο αέρας. Δεν ξέρω αν τον ζύγισε
κανείς από τους επιστήμονες που ασχολούνται με την ατμοσφαιρική ρύπανση, μα το νιώθει κανείς στα πνευμόνια του. Δεν μπορείς πλέον να πάρεις βαθειά εισπνοή, ούτε να τρέξεις, λαχανιάζεις αμέσως. Δεν ξέρω αν υπάρχουν επιπλέον μικροσωματίδια, που αυτά πάντα υπήρχαν, μα υπάρχει κάτι άλλο, μόνιμο, που δεν φεύγει ούτε όταν φυσάει βαρδάρης, ούτε με τα εννέα μπωφόρ ακόμη. Και μού το πε κάποιος φίλος, όταν το σχολίασα μαζί του, πως ναι, έχω δίκιο, μόνο που αυτή η ρύπανση δεν ανιχνεύεται με επιστημονικά όργανα. Είναι μια ρύπανση πολύ βαθύτερη, κάτι που αλλάζει και αυτήν την σύσταση του φωτός ακόμη, που έχασε την λάμψη του και σαν να μαύρισε και αυτό και ενώ παλιά σε προκαλούσε να τρέξεις μαζί του ως το άπειρο του Αιγαίου, τώρα δεν μπορεί να πάρει ούτε τα πόδια του και δείχνει να σέρνεται πάνω στις επιφάνειες και να θέλει σαν
γατούλα, χάδια για παρηγοριά.
Και ο χρόνος, έχετε ακούσει για το βιολογικό ρολόϊ του μυαλού, που δίνει στον άνθρωπο μία υποκειμενική αίσθηση του χρόνου, που συμβαδίζει όμως θαυμαστά με την αντικειμενική πραγματικότητα; Ε λοιπόν και οι πυξίδες αυτές του χρόνου κάθε τόσο κολλάνε, λες και βρέθηκαν στο τρίγωνο των Βερμούδων και μένουν εκεί που είναι, στο παρόν, αρνούμενες να προχωρήσουν στο μέλλον, δείχνοντας πως δεν υπάρχει μέλλον, μα μόνο παρόν και παρελθόν. Πολλοί όπως μου είπαν, που ως χθες ξυπνούσαν μόνοι τους να πάνε στην δουλειά χωρίς ξυπνητήρι, τώρα σαν την ωραία κοιμωμένη, δεν ξυπνούν με τίποτε, ἤ δεν έχουν λόγο πλέον για να ξυπνήσουν, καθώς δεν έχουν δουλειά. Άλλοι πάλι ονειρεύονται, ιδίως όσοι δουλεύουν σε τράπεζες, πως τους αναζητούν για να τους χρίσουν πρωθυπουργούς, μια που είναι πιο πιθανό να γίνεις πρωθυπουργός, παρά να σου πέσει το λαχείο. Αυτό είναι τελικά, μία ντόπια, σύγχρονη παραλλαγή του Αμερικανικού ονείρου, που δίνει στον πολίτη την αυτοπεποίθηση πως μπορεί κι αυτός, σερνόμενος στην υπαλληλική του καριέρα, σεμνά και ταπεινά και προσεγγίζοντας σαν σαλιάγκι τα μεγάλα αφεντικά, χωρίς να μαλλιάσει η γλώσσα του, σαν των πολιτικών, στο ψέμμα, να εκτιναχθεί μια μέρα από την θεία, προτεσταντική πρόνοια, στο ύπατο αξίωμα του καπιταλισμού και των κοινωνικά επιτυχημένων, την πρωθυπουργία.
Και τελικά, μου ήρθε το φώς το αληθινόν, η ενόραση που λένε, πως για όλα φταίει η κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας, καθώς το κράτος εταιρεία, μπουρδουκλωνόμενο από καιρό με τους Γερμανούς, απορροφήθηκε τελείως πια απ’ αυτούς και όχι μόνο, καθώς συνοδεύεται αυτή κι από την κατάλυση της οικιακής κυριαρχίας και γαλήνης. Έτσι για να διατηρήσεις το οικιακό και οικογενειακό σου άσυλο, θα πρέπει εφεξής να πληρώνεις μηνιαίο μίσθωμα στους επικυρίαρχους, αλλιώς θα μείνεις χωρίς φώς.
Και σαν να μη έφθαναν αυτά, κατελύθη και η σωματική κυριαρχία των πολιτών και κοινωνικοποιήθηκαν και τα εσωτερικά βιολογικά τους όργανα, των οποίων έχουν απλώς πλέον την νομήν, όσο διατηρούν την εγκεφαλική τους συνειδητότητα, όχι όμως άλλο την πλήρη κυριότητά τους, ενώ και γιά την ίδια την κεφαλή τους, υπάρχει πλέον επίσημος κεφαλικός φόρος προς υπαρξιακήν τους επιβεβαίωση.
Πως λοιπόν μετά τόσες συγκυριαρχίες, συγκατοικήσεις, συναιτερισμούς και συναινέσεις, τόσο στην πολιτική, όσο στην προσωπική ζωή, να μην νιώθεις ένα βάρος στον αέρα;
Πώς να μην βλέπεις στα ερείπια των βιτρίνων των κλειστών καταστημάτων, τα οικονομικά, κοινωνικά και νομικά ερείπια της χώρας, την κατάλυση του συντάγματος, του εργατικού δικαίου, την αυθαιρεσία στους χώρους εργασίας, την
έλλειψη προοπτικής για αξιοπρεπή εργασία, μα και για τον ίδιο τον τόπο γενικότερα;
Πώς να μην βλέπεις, πως προς χάριν ενός σκληρού ανελαστικού νομίσματος, σκλήρυναν οι πάντες, οι πολιτικοί και οι πολιτικές, οι ψυχές και τα συναισθήματα και υποτιμήθηκαν αντί του νομίσματος, η κοινωνία, ο πατριωτισμός, ο ανθρωπισμός, ο χριστιανισμός, η δημοκρατία, η λογική, η ειλικρίνεια, η αξιοπρέπεια, η μόρφωση, οι τέχνες, οι επιστήμες και οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι, αν υπάρχουν διανοούμενοι, που φεύγουν άρον άρον, όπως παλιά προ των Οθωμανών, μακράν της Ελλάδος, μα και της Ευρώπης ακόμα.
Κι από, την άλλη, στο πρώτο κατάστρωμα του κοινωνικού τιτανικού, να παίζουν όλοι το βιολί τους, υπνωτισμένοι από την τηλεόρασή τους, που τους έπεισε πως σ’ αυτούς δεν θα φθάσουν ποτέ τα νερά των κάτω κοινωνικών ορόφων και να ψηφίζουν στο κοινοβούλιό τους νόμους που δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και φόρους που δεν μπορούν να εισπραχθούν και να αποφασίζουν μισθούς που δεν αμοίβουν την εργασία, μα κλέβουν προκαταβολικά τον εργαζόμενο και να αναζητούν τα έσοδα της φοροδιαφυγής από τους πτωχούς και τους άνεργους,
Αντί του δικαιώματος προς εργασίαν του πολίτη, να θεσμοθετείται το δικαίωμα του κράτους και του εργοδότη να απολύει κι’ αντί της ενίσχυσης των πτωχών να επιβιώσουν, να ενισχύονται χάριν της χρηματικής ρευστότητος οι τράπεζες, που εξαφανίζουν σαν τους ταχυδακτυλουργούς τα κεφάλαιά τους, διοχετεύοντάς τα στο διαστημικό χάος της διεθνούς κερδοσκοπίας.
Κι ενώ ντρέπεσαι να γράφεις, αν είσαι ποιητής, ποιήματα, την στιγμή που καίγεται η χώρα και ντρέπεσαι να λές φωναχτά κάπου ότι είσαι Έλληνας, ιδίως αν είσαι στο εξωτερικό, καθώς δεν σου προσδίδει πλέον κύρος αλλά αιδώ, η αναφορά στην εθνική σου ταυτότητα. Όταν η Ελλάδα σήμερα δεν πληγώνει απλώς όπως παλιά τους Έλληνες, μα βιαιοπραγεί με τα γκλόμπ εναντίον τους και παρανομεί με το κοινοβούλιό της εναντίον των δικαιωμάτων τους και εισοδημάτων τους , πως αυτοί , οι υπεράνω λαού κύριοι της δημοκρατίας, δεν ντρέπονται να λέγονται πατέρες του έθνους , που το έβγαλαν στο πεζοδρόμιο και αντί της ασύνταχτης χρεωκοπίας προτιμούν την ασύνταχτη δημοκρατική, νομική και κοινωνική διάλυση;
Πως πράγματι δεν ντρέπονται να παριστάνουν τους επικεφαλής εθνικούς δηλωσίες, για να μην πεινάσει δήθεν ο λαός τους, χωρίς να τον ρωτήσουν, χωρίς να μπούν καν στον κόπο κατά την προσφιλή τους τακτική, να τον εξαπατήσουν και ταυτόχρονα τον καταδικάζουν στην πτώχεια και σε μια συλλογική κοινωνική ομηρεία, εξοστρακίζοντάς τον από την εργασία του και την χώρα του, την στιγμή που θα έπρεπε, αυτοί πρώτοι όλων, εάν υπήρχε δημοκρατία να εξοστρακισθούν;
Που πήγε πράγματι εκείνο το αίσθημα ντροπής, που έκανε χιλιάδες Έλληνες παλιά, να πάνε στην εξορία, αντί να βάλουν μια απλή υπογραφή σε ένα έντυπο της αστυνομίας;
Και πως τώρα δεν ντρέπονται να υπογράφουν οι ηγέτες της χώρας και να στέκονται σούζα μπροστά στην καγκελάριο που τους κουνά σα δασκάλα το δάκτυλο και τους ζητά να στήσουν κάγκελα για τον λαό τους και να κάνουν νομική και φορολογική φυλακή την χώρα τους;
Και πως πράγματι δεν τους βαραίνει αυτό το αόρατο «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» πάνω από την ακρόπολη, που θέτει υπό αμφισβήτηση ακόμα και το παρελθόν της χώρας, που άλλοι της κλέβουν τα αρχαία, άλλοι ορέγονται το υπέδαφός της, άλλοι το όνομα και την ιστορική της ταυτότητα και άλλοι χαίρονται απλώς να την ευτελίζουν και να ασχημονούν πάνω στους εκλεγμένους αντιπροσώπους της.
Μα αυτοί, τόσο εθισμένοι από την κομματική πειθαρχία και υποτέλεια, τόσο εθισμένοι στην αναξιοπρέπεια που απαιτείται για να αναρριχηθεί κανείς δημοκρατικά στα ύψιστα αξιώματα, νομίζουν πως δεν τους φτύνουν, μα πως βρέχει και δέχονται την αναγκαιότητα των εξευτελισμών τους, ίδια όπως θέλουν να πείσουν τον λαό τους να αποδεχθεί την αναγκαιότητα της μοίρας που άλλοι αποφάσισαν για αυτόν και που αυτοί απλώς τον διαβεβαιώνουν, πως όσο κακιά και να ‘ναι, δεν θα μπορούσε να ‘ταν με τίποτε καλύτερη.
Σφάξε με αγά μου λοιπόν για να πιάσει τόπο η θυσία μου ἤ κι ας το ξέρω πως δεν θα πιάσει τόπο, μα όταν ο αγάς μιλάει, ποιός μπορεί να αντιμιλάει, που ούτε και ο Σαμαράς, ο καλός ο Σαμαρείτης, δεν μπορεί για την τιμή της, της πατρίδος και των όπλων, να υψώσει πλέον λόγο. Και γι αυτό ο αέρας βάρυνε και όσα εις ημέρας είχεν είπει παλαιάς, πίσω του ο φουκαράς, τα ‘χει να τον λοιδωρούνε, για να τον εκδικηθούνε, που για λίγο ως πατριώτης στον λαό που ήταν δεσμώτης, σκέφθηκε να δώσει ελπίδα, παραβαίνοντας του Μίδα την παγία εντολή, πως δεν πρέπει στην βουλή, στον λαό να δίνει αέρα, κείνος που αύριο μια μέρα θα κληθεί να κυβερνήσει τον λαό που έχει ελπίσει, και γι’ αυτό θα απαιτεί, εργασία και ψωμί.
Λάθος λοιπόν έκανε ο Σαμαράς, λένε μερικοί ειδικοί, που επεσήμανε το λάθος των σωτήρων και καταστροφέων μας ταυτόχρονα, των δανειστών μας, μα και φίλων μας και συνεταίρων μας και συμμάχων μας κι έδωσε αέρα στον λαό, για να πάρει ψήφους, διακινδυνεύοντας όμως να μείνει και η χώρα χωρίς λεφτά και έξω από την Ευρώπη, σε κεφαλαιοκρατική μοναξιά κι άντε να βρεί μετά στρατιωτικούς να την προστατέψουν από τον πεινασμένο λαό.
Τα του Καίσαρος, τω Καίσαρι λοιπόν και τα του λαού τω λαώ, τι να κάνει και ο Σαμαράς, το βούλωσε προώρως, πρίν καν προλάβει να εκλεγεί πρωθυπουργός, για να το βουλώσει, όπως όλοι περιμέναμε φυσιολογικά μετά από αυτές.
Και έτσι γίναμε με τελώνη πρωθυπουργό, από το συνάφι δηλαδή που έλεγε ο Χριστούλης μας πως δεν πάει με τίποτε στον Παράδεισο και χωρίς τον καλό λόγο του Σαμαρά για να’ χουμε φρούδες ελπίδες, ελπίζουμε, γιατί όσο ζούμε ελπίζουμε, να μας οδηγήσει σε ένα καλύτερο διαμέρισμα της κολάσεως από εκεί που θα μας οδηγούσε ο προηγούμενος κολασμένος, πόσο μάλλον που θα έχει την συνεπικουρία όλων πλέον των κολασμένων πολιτικών αρχηγών και κομμάτων της κεφαλαιοκρατίας, που πούλησαν την ψυχή τους στον διάολο και συνήνεσαν επιτέλους στο πολιτικοοικονομικό λάθος. Λάθος λοιπόν κύριε Σαμαρά που πήγες να μετατρέψεις ένα κόμμα της κεφαλαιοκρατίας και της υπεράνω του λαού εξουσίας, σε κόμμα του λαού, κι αυτό χωρίς εσωκομματική δημοκρατία, ερήμην πάλι του λαού.
Λάθος και στην τακτική λοιπόν, καθώς τον λαό δεν μπορούνε να τον βάλουν να κάνει κωλοτούμπες, μα και σύ όμως φαίνεται τον φοβάσαι τον λαό, όσο και αν μιλάς στο όνομά του και θέλεις να’ χεις το ελεύθερο να κάνεις όποτε χρειάζεται κωλοτούμπες.
Λάθος στο λάθος λοιπόν, λάθος που έβλεπες μόνο εσύ το λάθος που δεν έβλεπε άλλος κανείς, καθώς στην δημοκρατία η πλειοψηφία δεν κάνει ποτέ λάθος και λάθος που σταμάτησες στο τέλος να καταγγέλλεις αυτό το λάθος και προσεχώρησες, σ΄ αυτό, με επιφυλάξεις βέβαια, που σε υποχρέωσαν όμως να τις κάνεις όσο γίνεται πιο υποτονικές και τώρα παίρνεις πίσω και σύ τα λόγια σου, όπως μας παίρνουν πίσω τους μισθούς, τις συντάξεις και τα σπίτια μας και περιμένεις να συγκυβερνήσεις και συ στο μέλλον σε κάποια απ’ τις πολλές τρόϊκες, που θα διαδέχονται όπως οι χούντες παλιά της Νοτίου Αμερικής, η μία την άλλη. Μπανανία λοιπόν η δημοκρατία μας, φέρτε τουλάχιστον τροπικούς φοίνικες και μαϊμούδες να κοσμήσουν την πλατεία συντάγματος.
Και η διασπασμένη κομματικά αριστερά, τι κάνει η άθεη αριστερά απέναντι στους κολασμένους; Αυτή που μέχρι χθές συνοδοιπορούσε με τις εθνικές υπερβάσεις της κεφαλαιοκρατίας και την τακτική των ανοικτών συνόρων στην λαθρομετανάστευση και τώρα σαν μωρά παρθένος τρέχει και δεν προλαβαίνει; Ο φιλοευρωπαϊκός Συνασπισμός δείχνει να αντιλαμβάνεται έστω και την τελευταία στιγμή πως πρέπει να υπερασπισθεί την πατρίδα που καίγεται, από την Ευρώπη στην οποία μέχρι σήμερα πίστευε.
Το ορθόδοξο ΚΚ αντίθετα, δεν δείχνει να βιάζεται για εφήμερες συμμαχίες και να μπερδευτεί με τα μικροαστικά πίτυρα για να σώσει την πατρίδα από τους κλέφτες. Δεν θα επαναλάβει το σφάλμα του 1821, που χωρίς να έχουν κατασταλάξει οι Έλληνες σε ένα κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο επαναστάτησαν κατά των Τούρκων, για να πέσουν στη εξουσία των κατζαμπάσηδων .
Ἢ όλα ἤ τίποτε λοιπόν.
Γι’ αυτούς ο ντόπιος δυνάστης δεν διαφέρει από τον Γερμανό, πόσο δε μάλλον που είναι τώρα κι οι δυό τους συνασπισμένοι κι αν είναι η χώρα να φτωχύνει, ας φτωχύνει στα χέρια τους καλύτερα, παρά στα δικά του.
Τώρα για το αν οι Έλληνες μεταναστεύουν και μείνει η χώρα μισή, χώρα γερόντων και αλλοδαπών, ε αυτό είναι έξω από την λογική του κόμματος, όπως και κάθε σοβαρού κόμματος, που πρέπει να σκέπτεται με κομματικά κριτήρια και όχι με εθνικά, αλλιώς σκάβει μακροπρόθεσμα τον λάκκο του. Και αν τον λαό δεν τον σκέφθηκαν τα αστικά κόμματα, δεν σημαίνει πως πρέπει να τον σκεφθούν τα αριστερά και αφού το ΚΚ απεκήρυξε μια για πάντα την επανάσταση, γιατί να αρχίσει πάλι τις συμμαχίες και τις επαναστατικές ζυμώσεις και συζυμώσεις με άλλες παρατάξεις που θα οξύνουν τα ιδεολογικά και οργανωτικά του προβλήματα , αφού δεν έχει πλέον σκοπό να προσεγγίσει επαναστατικά την εξουσία, που μόνο τότε θα είχε νόημα το μοίρασμά της με άλλους.
Χώρια και αγαπημένοι λοιπόν, όσο για το πρόβλημα των προδομένων από τους απάτριδες μεγαλοαστούς, μικροαστούς πατριώτες, αυτό ας το λύσουν αυτοί μόνοι τους Κι’ αν δεν βρίσκουν αέρα στον τόπο τους υπάρχει και η Αυστραλία, όπου φυσάει όπως λένε πολύ.
Αέρα στα πανιά σας λοιπόν πατριώτες, όσοι νιώθετε έλλειψη οξυγόνου, γιατί στα κομματικά γραφεία έχουν συνηθίσει χρόνια σ’ αυτήν και όπως όλοι οι δυνάστες ίδιοι είναι κατά το ΚΚΕ, έτσι είναι και τα κόμματα, κατά τον ίδιο τρόπο λειτουργούν, τι δεξιά, τι αριστερά, γιατί όπως έλεγαν και οι αρχαίοι, η εξουσία αναδεικνύει τον άνδρα, μα και τα κόμματα και όλα τα κόμματα, σαν τα χωνιά, έχουν μεγάλη βάση, μα στενό λαιμό.
Αντί λοιπόν για συμπαρατάξεις απλές, σκεφθείτε έναν τρόπο λειτουργίας των κομμάτων, όπου δεν θα καπελώνουν οι λίγοι τους πολλούς και κτίστε το πρώτο λαϊκό πολιτικό μαγαζί με πραγματική εσωκομματική δημοκρατία, για να αρχίσει κάποτε στην πράξη η αναγέννηση της δημοκρατίας και του έθνους και να προκύψουν επιτέλους κόμματα που δεν θα ‘χουν μόνο ένστικτο κομματικής αυτοσυντήρησης, μα πολύ περισσότερο εθνικής. Αυτή ας είναι η τελευταία μας ελπίδα, μια που πολιτικούς δύσκολα θα βρούμε πρόθυμους για να μας σώσουν αφιλοκερδώς και να πάρουν το έθνος στην πλάτη τους. Πολλοί άνθρωποι υπερβαίνουν τις κρίσιμες στιγμές τον εαυτό τους, το ένστικτο της αυτοσυντήρησής τους και τα συμφέροντα της τάξης τους, συλλογικοί όμως κομματικοί οργανισμοί σπάνια καταφέρνουν να φθάσουν στο ύψος των περιστάσεων και στην ευρυγώνια εθνική όραση που απαιτούν αυτές. Οι άνθρωποι ως άτομα, έχουν το ηρωϊκό συναισθηματικό στοιχείο μέσα τους, τα κόμματα όμως πολύ δύσκολα το βρίσκουν και αν η προδοσία αντίθετα στιγματίζει το άτομο, πολύ εύκολα ξεπλένεται στα κομματικά πλυντήρια, που λειτουργούν λίγο πολύ σαν το εθνικό δημοκρατικό πλυντήριο των εκλογών. Τα κόμματα γι’ αυτό σπάνια αναδεικνύουν ηγέτες και εύκολα διαμοιράζουν τις ευθύνες του συμβιβασμού και των υποχωρήσεων, δύσκολα όμως την ευθύνη της χάραξης ενός νέου δρόμου ἤ της διαφύλαξης έστω των κοινών εθνικών ιστορικών και πολιτιστικών παρακαταθηκών, του συντάγματος και των εργατικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών. Γι’ αυτό και σπάνια οι δημοκρατίες αναδεικνύουν ηγέτες εθνικού βεληνεκούς, που μόνο σε περιόδους πολέμου εμφανίζονται αυτοί. Και όσο η εσωκομματική δημοκρατία περιορίζεται στα κόμματα κι υπερισχύει το κομματικό κατεστημένο και το πολιτικό παρασκήνιο, τόσο μειώνεται η δύναμη των πολιτικών ανδρών να βλέπουν το λάθος και να επιμένουν να το καταγγέλλουν μέχρι τέλους. Όσο τα κόμματα λειτουργούν ως μηχανισμοί διατήρησης ιδεολογικών απόλυτων αξιών, ἤ απλώς οικονομικών συμφερόντων και αρνούνται τον προβληματισμό και την αμφισβήτηση, τόσο μοιάζουν με θρησκευτικά ιερατεία, που υπηρετούν κάποια θρησκεία ἤ αίρεση, όχι όμως την κοινωνία. Ενδιαφέρονται περισσότερο να προσηλυτίσουν τον λαό στην ανώτερή τους αλήθεια,
παρά να τον ακούσουν, να τον εκφράσουν και να υλοποιήσουν τα οράματα και τις προσδοκίες του. Και σήμερα τα Ελληνικά κόμματα αυτό απέδειξαν, συλλήβδην τα περισσότερα, με τους πολιτικούς τους να συνωστίζονται σαν πιγκουΐνοι, για να συνυπογράψουν ότι τους προσκομίζει ο θρησκευτικός τους Αγιατολάχ και ας βοά από έξω η κοινωνία κι ας διαρρηγνύει τα ιμάτιά της.
Εις μάτην, καθώς κι’ εκείνοι που ΄βλεπαν το δίκιο της κοινωνίας λιποτακτούν σιγά σιγά, με ελαφρά πηδηματάκια, προς το αντίπαλον στρατόπεδον, των εκλεγμένων, μα απογαλακτισμένων από αυτήν, προκρούστηδων της πολιτικής. Ενώ η προστάτις των εργαζομένων , κομμουνιστική αριστερά, που προστάτεψε το αστικό κοινοβούλιο από τους αναρχικούς, δεν βρίσκει λόγο να προστατέψει και την αστική δημοκρατία, το σύνταγμά της και το εργατικό της δίκαιο από τους κεφαλαιοκράτες διαχειριστές του, αντιμετωπίζοντας το κεφαλαιοκρατικό τους πολιτικό πραξικόπημα, σαν εσωτερική υπόθεση του αντιπάλου της πολιτικοϊδεολογικού χώρου.
Φαίνεται πως ο κομματισμός τελικά είναι αρρώστια κι από αυτήν πάσχει σήμερα όλη η δημοκρατική Δύση, που παρεδόθη πλήρως πολιτικά, ηθικά και πνευματικά στο μεγάλο κεφάλαιο, εν αντιθέσει προς την κομφουκιανή Κίνα, στην οποία το μονοπωλούν την εξουσία κομμουνιστικό κόμμα, καταφέρνει μέχρι στιγμής να εκφράζει συνολικά, εθνικά σχεδόν, την κινεζική κοινωνία.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια και παρατηρήσεις