ΒΕΛΗ ΚΑΙ... ΒΕΛΑΚΙΑ

>>> Μην με παρεξηγήσετε >>> αλλά ο τρόπος παρουσίασης από τα ΜΜΕ >>> του πολέμου στην Ουκρανία και των επιπτώσεών του >>> θυμίζει τηλεοπτική εκπομπή, με τοποθέτηση προϊόντος >>> και το προϊόν είναι το αμερικανικό LNG >>> το "καλό", το ακριβό, το αμερικάνικο LNG....
__________________________________________________________________________________________________

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Περί μνημονίων και άλλων δεινών

του Κώστα Λιανίδη
Μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα των ημερών, με το τρίτο μνημόνιο να έρχεται, αποφάσισα να γράψω κάτι για όσους υποφέρουν, για όσους δεινοπαθούν, δηλαδή όλους (ή τους περισσότερους). Θα ξεκινήσω λοιπόν μεταφέροντας κάποιες σκέψεις του Νίτσε.
Ο Νίτσε γενικά είναι απ’ τους φιλοσόφους που πιστεύουν πως αν κάποιος θέλει να μιλήσει σοβαρά για «δεινά», οφείλει να τα χωρίσει σε κατηγορίες. Ο πρώτος διαχωρισμός στον οποίο
προχωράει είναι αυτός μεταξύ δεινών που έχουν κάποιο νόημα (π.χ. ενός αθλητή ο οποίος καταπονείται σωματικά προετοιμαζόμενος για έναν αγώνα) και «άσκοπων» δεινών.
Σύμφωνα με το Νίτσε, οι άνθρωποι δε βρίσκουν προβληματική την πρώτη κατηγορία αλλά όσον αφορά τη δεύτερη, τη θεωρούν ανυπόφορη.
Τόσο ανυπόφορη που δε διστάζουν να επινοήσουν ή να δεχθούν τις πιο εξωφρενικές θεωρίες και ιδεοληψίες έτσι ώστε τελικά να νοηματοδοτήσουν τα δεινά αυτά και να τα καταστήσουν έτσι υποφερτά. Ο δεύτερος διαχωρισμός του Νίτσε αφορά τις ίδιες τις ερμηνείες των δεινών αυτών, τις οποίες διαχωρίζει σε εκείνες οι οποίες έχουν θετικό πρόσημο, επικυρώνουν τη ζωή, τον εαυτό, τον άνθρωπο και αντίστοιχα στις αρνητικές, που τον αρνούνται. Το παράδειγμα με τον αθλητή λοιπόν και την προετοιμασία του για τον αγώνα δεν αφορά μονάχα μια προετοιμασία με σκληρή προπόνηση και στερήσεις, προγραμματισμένη για την επίτευξη κάποιου στόχου αλλά πρόκειται συνολικά για μια «καταφατική» προσπάθεια.
Ο αθλητής ακόμα κι αν χάσει τον αγώνα, έχει αυτοεπιβεβαιωθεί μέσω της προσπάθειας αυτής. Αντίθετα, ένας πιστός ο οποίος νοηματοδοτεί τα δεινά του με την εικόνα κάποιου «άλλου κόσμου» σε μια «άλλη ζωή» το κάνει μέσω μιας ερμηνείας που αρνείται τη ζωή.
Ο πιστός με μαζοχιστικό τρόπο αρνείται τον εαυτό του για να δώσει κάποιο νόημα στην ύπαρξή του προτιμώντας να βλέπει τα δεινά του ως δοκιμασίες ή ως τιμωρίες. Ένας τρίτος διαχωρισμός που θα μπορούσε να γίνει, θα ήταν αυτός μεταξύ αποφεύξιμων και αναπόφευκτων δεινών.
Η «κοινή λογική» σε μια τέτοια περίπτωση λέει πως οφείλει κανείς να προσπαθεί να δέχεται στωικά τα αναπόφευκτα δεινά και ενεργά να προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα αποφεύξιμα και τα μη αναγκαία. Σύμφωνα με τον Raymond Geuss, η μαρξιστική κυρίως ανάλυση δίνει μια ενδιαφέρουσα νότα σ’ αυτόν τον τελευταίο διαχωρισμό μέσα στα πλαίσια των ανθρωπίνων κοινωνιών.
Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου υπάρχουν τα μέσα και η παραγωγικότητα έτσι ώστε να μπορούν να σιτίζονται ή να ζουν αξιοπρεπώς όλοι οι άνθρωποι η «πείνα» και η φτώχεια είναι αντικειμενικά μη-αναγκαίες, κάτι που δε συνέβαινε φερειπείν στην εποχή του Χαλκού. Η φτώχεια στη σύγχρονη εποχή είναι αποτέλεσμα και συνέπεια κοινωνικών, πολιτικών και νομικών αποφάσεων και κατανομής του πλούτου, κάτι που σίγουρα δεν είναι ούτε φυσικός νόμος, ούτε αναπόφευκτη συνθήκη.
Η Κριτική Θεωρία μας διδάσκει ότι οι κοινωνίες δεν είναι άψυχα αντικείμενα τα οποία δεν έχουν κάποιο σκοπό ή κάποια κατεύθυνση. Δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε φυσικά φαινόμενα, μια φυσική τάξη πραγμάτων τα οποία απλά «έτσι είναι» αλλά δυναμικά συστήματα τα οποία λειτουργούν με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Οι εκπρόσωποι της Σχολής της Φρανκφούρτης και της Κριτικής Θεωρίας υποστηρίζουν κάτι ακόμα: Οι κοινωνίες είναι έτσι δομημένες ώστε η γνωσιακή μας πρόσβαση όσον αφορά τη δομή τους και την τελεολογία τους να είναι μπλοκαρισμένη ή συστηματικά να παρεμποδίζεται.
Για αυτό το λόγο γίνεται προβληματική και η αναγνώριση των δεινών, των καπιταλιστικών κρίσεων, της φτώχειας, της ανεργίας, των μνημονίων αν θέλετε, ως προβλημάτων που οφείλονται καθαρά σε πολιτικές αποφάσεις, αποφάσεις που συνήθως εξυπηρετούν διεθνείς και εγχώριες ολιγαρχίες.
Σύμφωνα με τον καθηγητή πολιτικών επιστημών Jeffrey Winters, η συνηθισμένη πεποίθηση πως μια Ολιγαρχία είναι κάτι αντίθετο με τη Δημοκρατία είναι λανθασμένη καθώς Ολιγαρχία και Δημοκρατία μπορούν να συνυπάρχουν και να αλληλοσυμπληρώνονται. Το βασικό του επιχείρημα είναι το εξής: Οι ολιγάρχες ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τη διατήρηση και τον πολλαπλασιασμό του πλούτου τους. Οι πολιτικές ελευθερίες και η δημοκρατία ανήκουν σε μια άλλη σφαίρα, την πολιτική και οι ολιγάρχες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να παραχωρήσουν όσες πολιτικές ελευθερίες χρειάζονται, στο βαθμό που δεν απειλείται η προνομιακή τους θέση όσον αφορά την κατανομή του πλούτου αυτού.
Αυτή τη στιγμή η Ευρωζώνη είναι έτσι δομημένη ώστε να υπάρχει ένα παραπέτασμα δημοκρατίας το οποίο να καλύπτει την αυταρχική, αντιδημοκρατική δομή μιας νομισματικής ένωσης η οποία επιβάλλει πολιτικές λιτότητας στις αδύναμες οικονομικά χώρες, υλοποιώντας πολιτικές, ιδεολογικές αποφάσεις τις οποίες εν συνεχεία παρουσιάζει ως αναπόφευκτα δεινά, ως φυσικούς νόμους.
Από αυτό το σημείο ξεκινάει μια αντίστροφη πορεία της σειράς με την οποία διαχώρισα τα δεινά αυτά: Όχι μόνο παρουσιάζονται ως αναπόφευκτα και αναγκαία (φυσική τάξη των πραγμάτων, αναπόδραστη αντικειμενική πραγματικότητα) αλλά περνάνε και απ’ τη διαδικασία της ερμηνείας με έναν τρόπο αντίστοιχο εκείνου που μας περιγράφει ο Νίτσε και που έχει να κάνει με τη στάση του πιστού.
Όχι απλά καλούμαστε δηλαδή να υποφέρουμε στωικά τα όποια μέτρα μας επιβάλλονται, όχι απλά αυτομάτως τα νοηματοδοτούμε έτσι ώστε να μη νιώθουμε πως είναι άσκοπα και δίχως νόημα (μια και το χρέος αυξάνεται, το ΑΕΠ συρρικνώνεται, η ανεργία καλπάζει, οι επενδύσεις δεν έρχονται και δεν υπάρχει καμία ορθολογική εξήγηση που να δίνει κάποιο «θετικό» χαρακτήρα σε αυτή την επιβεβλημένη αναγκαιότητα) αλλά καλούμαστε να το κάνουμε με έναν «αρνητικό» τρόπο αποδεχόμενοι το γεγονός ότι «αμαρτήσαμε» όπως ακριβώς ο πιστός.
Ταυτόχρονα με αυτόν τον πολιτικό μεσσιανισμό που νοηματοδοτεί με όρους μεταφυσικής αυτό που δε μπορεί πλέον να νομιμοποιηθεί δια της μεθόδου ή δια του αποτελέσματος, καλλιεργώντας τη συλλογική ενοχή, υπάρχει και η ακόμα πιο επικίνδυνη απουσία αυτού που ο Αντόρνο ονομάζει «απαγόρευση των ειδώλων», ο φραγμός και η απαγόρευση της «ουτοπίας».
Όπως γνωρίζουμε, η ουτοπία, ως πιθανότητα ακόμα και αν δεν πραγματοποιείται, επιδρά πάντοτε (ως μη υλοποιημένη δυνατότητα) στην παρούσα μορφή του πραγματικού. Στην προκειμένη περίπτωση βέβαια δε μιλάμε για οποιαδήποτε ουτοπία αλλά αποκλειστικά για την ουτοπία (αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι) της εξόδου από το ΤΙΝΑ, και για την πρόσβαση στην κρυμμένη τελεολογία των εξουσιαστικών δομών.
Ένας τέτοιος φραγμός λειτουργεί κατά τη γνώμη μου σε δύο επίπεδα: Πρώτον, παρουσιάζει την υπάρχουσα κατάσταση ως φυσική τάξη των πραγμάτων ή οποία βρίσκεται στον αντίποδα ενός ουτοπικού ανορθολογικού ιδεαλισμού. Δεύτερον, κρύβει το γεγονός ότι η υπάρχουσα αυτή κατάσταση και η πεποίθηση ότι μπορεί να συνεχιστεί επ’ αόριστον, συνιστά τη μόνη πραγματική ουτοπία σήμερα. Και τα καταφέρνει.
Αυτό είναι κι εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα. Εκείνο που κριτικά θα πρέπει να επεξεργαστούμε ώστε να αναδείξουμε τις εσωτερικές του αντιφάσεις προτού αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι όντως ζούσαμε πάνω από τις «δυνατότητές μας» υπομένοντας στωικά τα δεινά για τα οποία μεθοδικά μας προετοιμάζει το σύστημα.
kollectnews

0 Σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια και παρατηρήσεις